Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2009

δεκαετές πρόγραμμα ανάταξης

Η ελληνική οικονομία χρειάζεται δεκαετές πρόγραμμα ανάταξης
ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΣΤΟΥΡΝΑΡΑ Καθηγητή Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και επιστημονικού διευθυντή του ΙΟΒΕ

Η αποκατάσταση της αξιοπιστίας της οικονομικής πολιτικής απαιτεί ενίσχυση, εξειδίκευση και ποσοτικοποίηση των μέτρων του προϋπολογισμού του 2010, αλλά και των μέτρων που θα υιοθετηθούν στο πλαίσιο του Προγράμματος Σταθερότητας και Ανάπτυξης που θα υποβληθεί στο Συμβούλιο τον επόμενο Ιανουάριο. Αυτά όμως δεν είναι αρκετά.

Διότι το οξύ δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας συμπλέκεται με το φθίνον αναπτυξιακό της πρότυπο, που είναι ένα διαρθρωτικό, μακροχρόνιο πρόβλημα.

Τα αίτια των ελαττωμάτων του αναπτυξιακού προτύπου είναι μία σειρά από παθογένειες που κυρίως χαρακτηρίζουν το Ελληνικό Δημόσιο.

Παραδείγματος χάριν:

● Μεγάλοι δημόσιοι οργανισμοί όπως τα νοσοκομεία δεν δημοσιεύουν ισολογισμούς, ενώ δεν γίνεται ηλεκτρονική καταγραφή της συνταγογράφησης και άλλων πράξεων.

● Υπάρχουν υποχρεωτικές ή συνιστώμενες κατώτατες τιμές, οι οποίες θεσπίζονται σε σχετικά υψηλό επίπεδο σε αρκετά προϊόντα και υπηρεσίες, με ανεπιθύμητες επιπτώσεις είτε στη δημόσια δαπάνη είτε στον ανταγωνισμό, ή και στα δύο μαζί.

● Η δημόσια περιουσία δεν έχει καταγραφεί και αποτιμηθεί, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αποτιμηθεί και η συνολική απόδοσή της.

● Δεν υπάρχει μέτρηση και αξιολόγηση των αποτελεσμάτων στις περισσότερες δραστηριότητες του Δημοσίου, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει δυνατότητα εφαρμογής πολιτικής κινήτρων και ανταγωνισμού εντός του δημόσιου τομέα (π.χ. μεταξύ των νοσοκομείων, των πανεπιστημίων κ.τ.λ.).

● Το κράτος φορολογεί με μοναδιαίους συντελεστές επί του τζίρου, και όχι στη βάση βιβλίων εσόδων- εξόδων, πολλές επιχειρήσεις, ακόμα και όταν σε ορισμένους κλάδους καθορίζει τα ποσοστά κέρδους τους.

● Το θεσμικό πλαίσιο και η τραπεζική πρακτική ευνοούν τη χρήση επιταγών εις βάρος της έκδοσης τιμολογίων, γεγονός που αποτελεί την κύρια αιτία της φοροδιαφυγής.

Αυτές και αρκετές άλλες στρεβλώσεις ερμηνεύουν και αντανακλώνται στο υψηλό δημόσιο και εξωτερικό χρέος, τη χαμηλή ανταγωνιστικότητα, τις χαμηλές επιδόσεις του εκπαιδευτικού συστήματος, την υψηλή ανεργία των νέων, το ελλειμματικό ασφαλιστικό σύστημα, τη μεγάλη αύξηση των δαπανών, την ελλιπή λειτουργία του ανταγωνισμού, την ανεπαρκή δημόσια διοίκηση.

Νέο πρότυπο για το μέλλον
Είναι φανερό ότι απαιτείται ένα νέο πρότυπο για το μέλλον, που θα περιλαμβάνει τη λύση του δημοσιονομικού - ασφαλιστικού προβλήματος, την εξυγίανση του δημόσιου τομέα, τη λειτουργία των αγορών, την ανταγωνιστικότητα, το κοινωνικό κράτος και τους θεσμούς, εξειδικεύοντας μετρήσιμους στόχους και τα μέσα επίτευξής τους. Χωρίς αμφιβολία η θεραπεία του «μεγάλου ασθενούς», του κράτους, είναι βασικό μέσο προσέγγισης του νέου αναπτυξιακού προτύπου. Στο πλαίσιο αυτό η κυβέρνηση, παράλληλα με το τριετές ή τετραετές Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης, είναι σκόπιμο να εκπονήσει και δημοσιοποιήσει ένα δεκαετές πρόγραμμα δημοσιονομικής εξυγίανσης και προσαρμογής του αναπτυξιακού προτύπου, προκειμένου να αποκατασταθεί η τρωθείσα εμπιστοσύνη. Ενδεικτικοί στόχοι
Το πρόγραμμα αυτό θα μπορούσε, εντελώς ενδεικτικά, να περιλαμβάνει τους ακόλουθους στόχους με ορίζοντα το 2020:

● Δημόσιο χρέος: 80% του ΑΕΠ το 2020, από 113,4% το 2009.

● Έλλειμμα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών: 2% το 2020, από 11% το 2009.

● Ποσοστό ανεργίας: 5% το 2020, από 9,5% το 2009.

● Κατά κεφαλήν ΑΕΠ: 100% της ευρωζώνης το 2020, από 86,1% το 2009 και 71,6% το 1999.

● Ποσοστό φτώχειας: 16% το 2020, από 20% το 2009.

* Άνοδος κατά δέκα θέσεις στην κλίμακα ΡΙSΑ του ΟΟΣΑ (παιδείας) και στις κλίμακες της Παγκόσμιας Τράπεζας που αφορούν την επιχειρηματικότητα, την προσέλκυση ξένων επενδύσεων, τη διαφάνεια και την εμπιστοσύνη. Σήμερα βρισκόμαστε στις τελευταίες θέσεις.

Οι στόχοι αυτοί ενδεχομένως φαίνονται φιλόδοξοι. Είναι όμως μέσα στις δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας. Το ΙΟΒΕ εκτιμά, λαμβάνοντας υπ΄ όψιν και μία σειρά διεθνών και εγχώριων μελετών, ότι ορισμένες βασικές μεταρρυθμίσεις μπορεί σε μεσοπρόθεσμη βάση να έχουν όφελος που φτάνει ακόμη και στο 10% του ΑΕΠ ετησίως.

Οι πηγές του οφέλους
Συνοπτικά οι πηγές αυτού του οφέλους είναι οι εξής:

Μεσοπρόθεσμα ● Μείωση γραφειοκρατίας: περίπου 2%3% του ΑΕΠ.

● Άνοιγμα κλειστών επαγγελμάτων:

περίπου 1% του ΑΕΠ.

● Κατάργηση περιορισμών στον ανταγωνισμό περίπου: 2% του ΑΕΠ.

Μακροπρόθεσμα ● Βελτίωση επίδοσης Μέσης Εκπαίδευσης κατά 45 μονάδες (3,5%) στην κλίμακα ΡΙSΑ του ΟΟΣΑ: περίπου 1% του ΑΕΠ.

● Εισαγωγή μηχανοργάνωσης σε νοσοκομεία και γενικά στον δημόσιο τομέα: δεν έχει εκτιμηθεί το όφελος.

● Αξιοποίηση περιουσίας Δημοσίου: δεν έχει εκτιμηθεί το όφελος.

● Αύξηση ξένων επενδύσεων: δεν έχει εκτιμηθεί το όφελος.

Ανεκμετάλλευτες ευκαιρίες
Το βασικό συμπέρασμα που προκύπτει από τα προαναφερόμενα είναι σαφές:

Προβλήματα υπάρχουν, με πιο άμεσο το δημοσιονομικό. Υπάρχουν όμως και ανεκμετάλλευτες ευκαιρίες, που μπορεί να προκύψουν από τη θεραπεία των παθογενειών του δημόσιου τομέα και την άρση συγκεκριμένων αναχρονιστικών περιορισμών στην οικονομική δραστηριότητα, οι οποίοι εμποδίζουν τον ανταγωνισμό και είναι σήμερα υπεύθυνοι για την εξαιρετικά χαμηλή κατάταξη της ελληνικής οικονομίας στους παγκόσμιους δείκτες ανταγωνιστικότητας. Αυτά απαιτούν συστηματική και συνεχή δημοσιονομική και μεταρρυθμιστική προσπάθεια.

Το αποτέλεσμά της θα είναι ένα μεγάλο «ωστικό» κύμα οικονομικής ανάπτυξης, το οποίο, παρεμπιπτόντως, θα ενισχυθεί και από τα 20 δισ. ευρώ (8% του ΑΕΠ) της κοινοτικής συνδρομής του ΕΣΠΑ, που πρέπει να απορροφηθούν την επόμενη πενταετία.

Εναπόκειται στη διορατικότητα της κυβέρνησης να αντιληφθεί έγκαιρα την ανταλλακτική σχέση πολιτικού κόστους/ οφέλους αυτής της προσπάθειας και τι θα συμβεί αν δεν παρέμβει αποφασιστικά με αυτόν, ή με άλλο τρόπο, στις εξελίξεις.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου