Ελληνίδα, σύζυγος αλλοδαπού, στα πρόθυρα νευρικής κρίσης
18/01/2010
της Ηλέκτρας Κανέστρι
Θα γράψω γι΄ αυτά που ξέρω, γι΄ αυτά που έχω ζήσει και γι΄ αυτά που πιστεύω κι ας ενοχλήσω κάποιους.
Στην αρχή μια μικρή εισαγωγή. Γεννήθηκα στη Μόσχα, από μητέρα Ελληνίδα και πατέρα Ιταλό. (Η μητέρα μου είναι από την Αθήνα, έχασε τους γονείς της σε ηλικία 4 ετών, παιδί μεταφέρθηκε από τους συγγενείς της πρώτα στο Παρίσι, μετά στη Ρουμανία και κατόπιν στην τότε Σοβιετική Ένωση). Έχω τελειώσει τη σχολή δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου Λομονόσοφ της Μόσχας, είμαι δημοσιογράφος. Εδώ και χρόνια ζω στην Ελλάδα. Ο άνδρας μου είναι Ρώσος, έχει σπουδάσει διοίκηση επιχειρήσεων στον χώρο των μεταφορών στην Ακαδημία Διοίκησης της Μόσχας. Έχει μια μικρομεσαία επιχείρηση που δραστηριοποιείται στον χώρο των τηλεπικοινωνιών. Φορολογούμαστε οικογενειακώς στην Ελλάδα. Έχουμε δύο παιδιά.
Εμπειρίες
Ανέκαθεν είχα την ελληνική υπηκοότητα από τη μητέρα μου. Ο σύζυγός μου ζει εδώ και 10 χρόνια στην Ελλάδα με Άδεια παραμονής αλλοδαπού. Βγαίνει υποτίθεται για 5 χρόνια. Στην πραγματικότητα την αλλάζει κανείς πιο συχνά διότι πάει μαζί με το διαβατήριο – αλλάζεις διαβατήριο, βγάζεις καινούργια Άδεια – για να έχει τα στοιχεία του νέου διαβατήριου. Επίσης, χάνεις πάντα 2-3 μήνες λόγω του ότι πάνω της μπαίνει η ημερομηνία έκδοσης και όχι αυτή της παραλαβής της.
Κατά συνέπεια, έχουμε αλλάξει την άδεια παραμονής του συζύγου μου – γράφω στον πληθυντικό επειδή εγώ τα τρέχω, πού να αντέξει ο Σλάβος βόρειος άνθρωπος το ελληνικό γραφειοκρατικό χάος – 4-5 φορές, δεν θυμάμαι ακριβώς. Τις περισσότερες φορές μετά την κατάθεση δικαιολογητικών, περιμέναμε 4,5-6 μήνες για να πάρουμε τα καινούργια «χαρτιά». Την άδεια την τελευταία – είναι για 10 χρόνια, αφού ο σύζυγός μου συμπλήρωσε 10 χρόνια μόνιμης διαμονής στην Ελλάδα – την περιμέναμε ήδη 5,5 μήνες, όταν ο άνδρας μου χρειάστηκε να ταξιδέψει στη Γερμανία και στη Ρωσία για να λάβει μέρος σε συνέδρια που αφορούν των χώρο των τηλεπικοινωνιών.
Δεν μπορούσε να το κάνει – δηλαδή μπορούσε, αλλά πώς-. Όταν ο αλλοδαπός καταθέτει τα δικαιολογητικά για την ανανέωση της άδειας παραμονής, παίρνει στα χέρια του ένα χαρτί. «Πιάνει» μόνο στην Ελλάδα, εκτός από μερικές εβδομάδες τον χρόνο που συνδέονται με τις περιόδους εορτών (Χριστούγεννα κ.λ.π.,), όταν «ανοίγουν τα σύνορα» και μπορεί να ταξιδέψει με τη βεβαίωση αυτή αποκλειστικά στην χώρα «προέλευσής» του και να γυρίσει πίσω. Το υπόλοιπο διάστημα μπορεί να ταξιδέψει στο εξωτερικό μόνο έως εξής: να πάει στην χώρα «προέλευσής» του και μετά να βγάλει ελληνική βίζα και να επιστρέψει στην Ελλάδα. Αν πάλι θέλει να πάει σε κάποια άλλη χώρα, πρέπει και πάλι να πάει πρώτα στην πατρίδα του, να βγάλει εκεί τη βίζα για την χώρα στην οποία επιθυμεί να ταξιδέψει. Να επισκεφθεί αυτή τη χώρα και μετά να γυρίσει στην Ελλάδα, έχοντας και πάλι πάρει την ελληνική βίζα εφόσον η χώρα την οποία είχε επισκεφθεί προηγουμένως δεν ανήκει στη ζώνη του Σένγκεν.
Αν διαβάσει αυτό το κείμενο, θα με θυμηθεί εκείνος ο διευθυντής στο Υπουργείο Εσωτερικών στον οποίον πήγα κλαίγοντας και σε κατάσταση υστερίας για να με βοηθήσει να εκδοθεί επιτέλους η καινούργια άδεια του άνδρα μου. Μετά από 5,5 μήνες αναμονής, δεδομένου ότι ο σύζυγος μου έπρεπε επειγόντως να ταξιδέψει και δεν προλάβαινε με τίποτα να ακολουθήσει όλο το «σχήμα» που περιέγραψα παραπάνω – χώρια τα έξοδα - λύγησα, έπαθα κρίση. Έκλαιγα, δεν μπορούσα να αναπνεύσω, ούρλιαζα μπροστά στον κόσμο. «Και λίγο περιμένετε», μου έλεγε η μια υπάλληλος. «Άλλοι περιμένουν περισσότερο», ο άλλος. Ζητούσα τουλάχιστον να μου πουν πότε θα βγει. Άγνωστο. Δεν σου λένε τίποτα συγκεκριμένο, είσαι όμηρος μιας κατάστασης και περιμένεις. Αν τα «χαρτιά» φύγουν γρήγορα από μια υπηρεσία στην άλλη, αν εκεί τα «πιάσουν» άμεσα, αν δεν μεσολαβούν το Πάσχα, τα Χριστούγεννα, οι καλοκαιρινές άδειες, οι εκλογές, μπορεί να βγουν και κάπως γρήγορα – δηλαδή μετά από τουλάχιστον 3 μήνες και βάλε.
Μου πρότειναν να κάνω αίτηση για συντόμευση της διαδικασίας καθώς ο ενδιαφερόμενος πρέπει να ταξιδέψει στο εξωτερικό. Βέβαια, ούτε και εδώ μου προσδιορίσανε το «πότε». Παρακάλεσα να μου πουν πού μπορώ να απευθυνθώ για να προσπαθήσω να συντομεύσω τη διαδικασία, ζητούσα την σκληροπυρηνική διευθύντρια να μιλήσει με τους συναδέλφους της στην επόμενη αρμόδια υπηρεσία. Αρνιόταν. Και τότε άρχισα να τσιρίζω. Ένας νεαρός σεκιούριτι με λυπήθηκε, μου είπε να δοκιμάσω να πάω κατευθείαν στο Υπουργείο Εξωτερικών, σε ένα συγκεκριμένο τμήμα. Εκεί με βοηθήσανε – με είδανε και τρομάξανε οι άνθρωποι. Την έκανα τη δουλειά μου, με τη βοήθεια μερικών Lexotanil.
Εκείνη τη φορά που πήγα για πολλοστή φορά να αναζητήσω την άδεια διαμονής του συζύγου μου, άκουσα και την πιο απίθανη, κωμικοτραγική, απαράδεχτη, προσβλητική για τη νοημοσύνη και – δυστυχώς - τόσο αντιπροσωπευτική για πολλούς Έλληνες «ερμηνεία» της έννοιας της ισότητας. Ενώ εξέφρασα στην υπάλληλο την απορία μου για το γιατί καταργήθηκε η ξεχωριστή υπηρεσία που έβγαζε άδειες για αλλοδαπούς συζύγους ελλήνων υπηκόων – το 1999, ο άνδρας μου την έλαβε μέσα σε μια μέρα – μια που τα δικαιολογητικά και οι διαδικασίες στην περίπτωση τους είναι πιο απλοποιημένες σε σχέση με τις υπόλοιπες περιπτώσεις αλλοδαπών, μου απάντησε: «Όχι, αυτό δεν είναι σωστό! Δεν πρέπει να υπάρχουν διακρίσεις, όλοι έχουν τα ίδια δικαιώματα, γιατί κάποιος πρέπει να παίρνει πιο γρήγορα την άδεια».
Τα ίδια δικαιώματα για ποιο πράγμα ακριβώς - αναρωτιέμαι; Για τις κακές, αναποτελεσματικές υπηρεσίες; Για το ανύπαρκτο κράτος; Για τη μοιρασμένη φτώχεια; Αυτό δηλαδή θα πειράξει τον μετανάστη που ταλαιπωρείται εδώ και μήνες, που έρχεται για πέμπτη φορά να μάθει για το πότε θα πάρει τα πολυπόθητα «χαρτιά» - ότι οι σύζυγοι ελλήνων θα τα παίρνουν πιο γρήγορα; Ή μήπως απλά αρκεί να αποκτήσουμε αποτελεσματικές υπηρεσίες ώστε όλες οι συναλλαγές με το δημόσιο να γίνονται στα πλαίσια κάποιου λογικού χρονικού ορίου; Όταν δεν μπορείς να εξασφαλίσεις τα ουσιώδη, την τάξη, τη λειτουργία των θεσμών, όταν τίποτα δεν δουλεύει σωστά οι συζητήσεις περί δικαιωμάτων και ισότητας προσβάλλουν και προκαλούν.
Ο άνδρας μου δεν επιθυμεί να πάρει ελληνική ιθαγένεια. Έχει άλλη πατρίδα, απλώς για οικογενειακούς λόγους κατοικεί μόνιμα στην Ελλάδα. Παρ΄ όλο ταύτα, ενδιαφέρθηκα κάποια στιγμή για το αν και με ποιες προϋποθέσεις θα μπορούσε να την πάρει. Θα έπρεπε να καταθέσει όλα τα δικαιολογητικά, να πληρώσει 1700 ευρώ και να περιμένει – ένα, δύο, τρία, τέσσερα χρόνια (το χρονικό διάστημα δεν προσδιορίζεται από την αρμόδια υπηρεσία ούτε καν στο περίπου!) την θετική ή αρνητική απόφαση. Στη δεύτερη περίπτωση, τα χρήματα δεν επιστρέφονται.
Σκέψεις και απορίες
Το πρόβλημα των μεταναστών/αλλοδαπών πρέπει να προσεγγίζεται με σοβαρότητα, υπευθυνότητα, ψυχραιμία και σφαιρικά ώστε να υπολογίζονται όλες οι πτυχές του. Βαρέθηκα εξίσου τις υστερικές δηλώσει των δήθεν «πατριωτών» όσο και τις φλυαρίες και τις γενικότητες «αριστεριζόντων» πολιτικών, κάθε λογής παραγόντων και γενικότερα συμπολιτών. Βαρέθηκα την «πολιτικοποιημένη» προσέγγισή του. Οποιαδήποτε σχετική συζήτηση χωρίς αναφορά σε νούμερα και στοιχεία – τα οποία, βέβαια, είναι πολύ αμφίβολο ότι υπάρχουν επισήμως, ή τουλάχιστον χωρίς την ένδειξη ότι πρέπει να συνυπολογίζονται, δεν έχει νόημα και εξυπηρετεί αποκλειστικά πολιτικές σκοπιμότητες. Αποτελεί έκφραση εθνικισμού το να συζητάς για τον αριθμό των μεταναστών αναλογικά με τους Έλληνες υπηκόους και να θέτεις την εργασιακή παράμετρο– πόσους μετανάστες μπορεί να «απορροφήσει» η αγορά εργασίας μιας μικρής χώρας, χωρίς βιομηχανία, με προβληματική οικονομία; Είναι ρατσιστικό να ενδιαφέρεσαι για το πόσο θα κοστίσει στο κράτος μια σχετική επιλογή – π.χ. τα προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης για τους μετανάστες; Οι δε «πατριώτες» να οργανώσουν ομαδικές εκδρομές για πολιτικούς και πολίτες στα γραφεία του ΙΚΑ και άλλων ασφαλιστικών ταμείων για να διαπιστώσουν πως ένας μεγάλος αριθμός των ασφαλισμένων, χάρη στις εισφορές των οποίων οι υπερήλικοι γονείς τους παίρνουν σήμερα τη σύνταξη τους, είναι οι οικονομικοί μετανάστες.
Στην φιλολογική επιστήμη έχει επικρατήσει η άποψη ότι, όπως και τα υλικά αντικείμενα, έτσι και οι λέξεις με την χρήση, ειδικά την αλόγιστη, «φθείρονται». Χάνουν την ουσία τους, αποκτούν νέες έννοιες που μας κάνουν να ξεχάσουμε την πραγματική τους διάσταση. Κάπως έτσι, μέσα σε μερικά μόλις χρόνια, ο κάθε πιτσιρικάς που παίρνει μέρος σε μια πορεία για χαβαλέ έγινε «ήρωας» που παλεύει για ένα καλύτερο αύριο για τη νεολαία. Η κατάληψη και καταστροφή ενός σχολείου- «διαμαρτυρία» για την επικρατούσα κατάσταση στον χώρο της παιδείας. Το χάος και η ανομία βαφτίζονται «ελευθερία» και πάει λέγοντας. Η λέξη «μετανάστης» έχει γίνει και αυτή θύμα των τηλεπαραθύρων. Αναφέρεται όμως σε συγκεκριμένο σύμπλεγμα προβλημάτων που καιρός ήρθε να παραδεχτούμε, να κατονομάσουμε ένα-ένα και να αρχίσουμε να τα συζητάμε αναζητώντας φυσικά συγκεκριμένες λύσεις.
Ξενοφοβικός/ ρατσιστής/ εθνικιστής δεν γεννιέσαι και δε γίνεσαι, αλλά μπορούν να σε κάνουν να γίνεις. Θυμάμαι μια πρόσφατη συζήτηση με τη μητέρα της συμμαθήτριας της κόρης μου. Αναγκάστηκε να πάρει το παιδί της από την 1η Δημοτικού και να το μεταφέρει σε άλλο σχολείο λίγες μέρες μετά το ξεκίνημα της σχολικής χρονιάς. Γιατί; Για το λόγο ότι η πλειοψηφία των παιδιών στην τάξη δεν ήταν ελληνόπουλα και δεν μιλούσαν ελληνικά. Όπως της εξήγησε η δασκάλα, που ζει το ίδιο σκηνικό εδώ και κάποια χρόνια, περνάνε μήνες μέχρις ότου τα παιδιά αρχίζουν να καταλαβαίνουν το μάθημα και φυσικά μένουν πίσω στην ύλη. «Πώς μπορεί να μας το κάνει το κράτος αυτό; Μας παρατάει και μας λέει στην ουσία να αντιμετωπίσουμε μόνοι μας μια κατάσταση. Δεν έχω τίποτα εναντίων αυτών των παιδιών, φυσικά. Όμως τα πράγματα δεν μπορούν να λειτουργούν έτσι». Μια άλλη μητέρα αναγκάστηκε να γράψει το παιδί της σε ένα πολύ πιο μακρινό σχολείο – με δυσκολίες, καθώς δεν ανήκε στην περιοχή. Αρκετοί γονείς πάλι οδηγούνται στη λύση του ιδιωτικού σχολείου. Να μην απορούμε λοιπόν όταν βλέπουμε τον γνωστό ή τον γείτονά μας να μεταμορφώνεται ξαφνικά σε έναν οργισμένο εθνικιστή. Από τους παρατημένους στα προβλήματα τους ανθρώπους δεν περιμένεις κατανόηση και μεγαλοψυχία. Είναι πολύ εύκολο να δηλώνεις δημοκράτης και ανθρωπιστής από τη μονοκατοικία σου στα Βόρεια Προάστια. Εδώ κάτω οι άνθρωποι ταλαιπωρούνται, ξένοι και αλλοδαποί. Έλεος, παρακαλώ.
Η Ελλάδα δεν επιλέγει τους μετανάστες που έρχονται στην χώρα. Όταν ακούω σχόλια τύπου – «’Ήρθε εδώ όλη η σαβούρα» - εξοργίζομαι, αρρωσταίνω. Δεν θα εξηγήσω όλους τους λόγους για το γιατί, με προσβάλλει η ανάγκη να το κάνω. Θα αναφέρω μόνο έναν. Δηλαδή ποιοι θα μπορούσαν να έρθουν στην Ελλάδα – ο μελλοντικός Αϊνστάιν, το μεγάλο ταλέντο στο μπαλέτο που θέλει να προκόψει; Να εξηγούμεθα, δηλαδή. Για αυτονόητους λόγους η Ελλάδα ποτέ δεν ήταν και δεν θα γίνει ελκυστικός «προορισμός» για επιστήμονες και μορφωμένους νέους ανθρώπους – εδώ διώχνει έξω τα δικά της ταλέντα! Αντιθέτως, συγκεντρώνει μεγάλο ποσοστό μεταναστών με χαμηλό ή και ανύπαρκτο μορφωτικό επίπεδο, κάτι που σημαίνει πως θα χρειαστούν ακόμα μεγαλύτερες προσπάθειες ώστε τα άτομα αυτά να μπορέσουν στο μέλλον να ενταχτούν στην κοινωνία και την αγορά εργασίας.
Η Ελλάδα δεν μπορεί να αντιμετωπίσει μόνη της το πρόβλημα των μεταναστών. Πρέπει να ζητήσει βοήθεια από τους ευρωπαίους συνέταιρους της. Έπρεπε να το είχε κάνει ήδη, αλλά αυτό απαιτεί υπεύθυνη, σοβαρή κυβέρνηση που δεν θα τρέμει τη σκιά της. Τόσα χρόνια οι πολιτικοί άφησαν την κατάσταση να γίνει ανεξέλεγκτη. Μπορεί η Ελλάδα να έχει ένα κράτος αναποτελεσματικό και αναξιόπιστο, δεν είναι δίκαιο ωστόσο να πληρώνει μόνη της το γεγονός πως βρίσκεται σε μια ιδιαίτερη γεωγραφική θέση όντας η πιο κοντινή χώρα στις «ανατολικές οδούς» μετανάστευσης. Η ιδιαίτερη μορφολογία της την κάνει εύκολο στόχο του λαθρεμπορίου μεταναστών. Είναι επίσης το πιο παλιό μέλος της ΕΕ στα Βαλκάνια. Η περίπτωση της είναι διαφορετική από τις άλλες - ατυχέστατες οι συγκρίσεις με Αμερικές, Γερμανίες, Γαλλίες. Καμία σχέση όποια πτυχή του θέματος κι αν πιάσεις! Η Ελλάδα δικαιούται τη βοήθεια και την στήριξη. Τώρα βέβαια, με τόσα για τα οποία έχει να παρακαλάει, πώς να τη ζητήσει και γι΄ αυτό;
Δεν θα τοποθετηθώ γενικώς και αορίστως υπέρ του να δοθεί η ελληνική υπηκοότητα στους μετανάστες. Σε ποιους θα δοθεί; Με ποιες προϋποθέσεις; Πόσα είναι αυτά τα άτομα; Μπορεί το κράτος να εξασφαλίσει αυτή τη διαδικασία ακόμα και στο «γραφειοκρατικό» επίπεδο της; Είμαστε έτοιμοι να παραχωρήσουμε σ΄ αυτούς τους ανθρώπους πολιτικά δικαιώματα; ‘Η θα φτιάξουμε μια κατηγορία ημι-πολιτών με περιορισμένα δικαιώματα (όπως λόγου χάριν έχει γίνει στις χώρες της Βαλτικής); Θα δεχτούμε αύριο ένα αλβανικό ή μουσουλμανικό κόμμα στη βουλή μια που κάποια στιγμή θα αποκτήσουμε εκατοντάδες χιλιάδες έλληνες πολίτες αλβανικής καταγωγής ή μουσουλμάνους; Θα διεκδικούν θέσεις στο Δημόσιο μέσω των διαγωνισμών του ΑΣΕΠ όπως όλοι οι υπόλοιποι πολίτες; Αυτά μ΄ ενδιαφέρουν, η ουσία. Είναι απάνθρωπο το να δίνεις υποσχέσεις που δεν μπορείς να τηρήσεις σε ανθρώπους που κυνηγήθηκαν, ταλαιπωρήθηκαν και εξακολουθούν να ταλαιπωρούνται και κάποιοι απ΄ αυτούς να πεινάνε. Είναι ανεύθυνο να συμπεριφέρεσαι δημαγωγικά, παίζοντας το χαρτί της μετανάστευσης, στους πολίτες σου. Είναι επικίνδυνο να κάνεις τις όποιες επιλογές προτού σκεφτείς τις πολιτικές τους επιπτώσεις. Ας γίνουμε, επιτέλους, σοβαροί!
Η Ηλέκτρα Κανέστρι είναι fashion writer στο Έψιλον της Ελευθεροτυπίας και στη Vogue.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου