Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2010

Ελληνας γεννιέσαι ή γίνεσαι;

«Η ιστορία της ελληνικής ιθαγένειας δεν είναι απλώς αναπόσπαστο τμήμα της πολιτικής ιστορίας ενός κράτους. Είναι η ίδια η ζωντανή της συνείδηση: Μια ιστορία αδιάκοπων διεκδικήσεων. Είναι δέσμια των περιπετειών του πολυτάραχου βίου της ελληνικής πολιτικής ιστορίας, από τη συγκρότηση του ελληνικού κράτους ώς τις μέρες μας, αλλά και υπόλογος στους συστατικούς μύθους του ελληνικού έθνους».

Μία διευκρίνιση στα όσα λέει ο Δημήτρης Χριστόπουλος στη συλλογική έρευνα «Τα δικαιώματα στην Ελλάδα 1953-2003». Οι μόνες καταγεγραμμένες περιπτώσεις γρήγορης και απρόσκοπτης απόκτησης της ελληνικής ιθαγένειας είναι: α) Αν είσαι αμνοερίφιο της αλλοδαπής, σε περιόδους μεγάλης ζήτησης, όπως το Πάσχα. β) Αν είσαι αγροτικό προϊόν της αλλοδαπής, που κάποιος μεσάζων θέλει να σε βαφτίσει ντόπιο. γ) Παλαιότερα, αν ήσουν παικταράς της αλλοδαπής, που μπορούσε να γράψει σελίδες δόξας στην ιστορία του ελληνικού αθλητισμού!

Ελληνας γεννιέσαι ή γίνεσαι; Εξαρτάται ποιος ρωτάει. Στην καμπάνια της Ελληνικής Ενωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου κεντρικό σύνθημα είναι «Ελληνας γεννιέσαι και γίνεσαι». Σε διάφορες -ρατσιστικές κυρίως- ιστοσελίδες το «και» έχει επιδεικτικά διαγραφεί και αντικαταστάθηκε από το «δεν», για να δηλώσει ότι το αίμα νερό δεν γίνεται και ότι η περικεφαλαία όταν τη φοράς δεν βγαίνει. Η ηλεκτρονική διαβούλευση έχει πλέον ολοκληρωθεί· όμως, ο δημόσιος διάλογος -επίσημος και ανεπίσημος, ανώνυμος και επώνυμος- συνεχίζεται, και οι τόνοι παραμένουν υψηλοί, αποκτώντας συχνά χαρακτηριστικά κερκίδας. Το αίμα και το χώμα, το γένος, η φυλή, το τι είναι και τι δεν είναι η πατρίδα μας, οι λόγγοι, τα βουνά και το αρχαίο πνεύμα το αθάνατο, όλα βράζουν σε ένα τσουκάλι, μαζί με τους φόβους, τις ελπίδες, τις προκαταλήψεις και τις αγκυλώσεις μας. Τελικά, πόση σημασία αποδίδουμε στον όρο «ιθαγένεια» και τι διαστάσεις έχει πραγματικά;

«Αυτό που πρέπει να διευκρινιστεί είναι ότι οι όροι ιθαγένεια και υπηκοότητα είναι ταυτόσημοι. Συζητάμε, λοιπόν, αμιγώς για μια διαδικασία πολιτογράφησης των νόμιμων μεταναστών, την πρόσβασή τους σε μια σειρά από δικαιώματα και υποχρεώσεις. Οσο η συζήτηση φορτίζεται με όρους εθνικής ταυτότητας τόσο απομακρυνόμαστε από την ουσία του θέματος». Ο Κωστής Παπαϊωάννου, πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, έχει τοποθετηθεί δημόσια πάνω στο ζήτημα της ιθαγένειας, θεωρώντας ότι είναι καιρός να συμβαδίσουμε με μια εποχή που ο ίδιος αποκαλεί «τρίτη ιθαγενειακή περίοδο» για την Ελλάδα: «Μέχρι τώρα είχαμε περίπου 90 χρόνια που "Ελληνας γινόσουν". Μετά περάσαμε στο "Ελληνας γεννιέσαι". Τώρα είναι καιρός να φτάσουμε στο "Ελληνας και γεννιέσαι και γίνεσαι". Από τα πρώτα χρόνια ύπαρξης του νεοελληνικού κράτους είχαμε μια συνεχή εδαφική επέκταση. Η επέκταση αυτή σήμαινε και ομάδες πληθυσμιακές που γίνονταν Ελληνες. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή Ελληνες ήταν αυτοί που γεννιόνταν στο ελληνικό έδαφος. Τώρα είναι ώριμες οι συνθήκες να φτάσουμε σε ένα μεικτό σύστημα πολιτογράφησης. Πρόκειται για μια φυσιολογική εξέλιξη, και πρέπει να αξιοποιηθεί ως ισχυρό εργαλείο κοινωνικής ενσωμάτωσης. Θεωρώ ότι είναι λάθος να του προσδίδουμε φορτίσεις περίπου μεταφυσικές.

»Ακριβώς όπως οι έλληνες μετανάστες έγιναν πολίτες κάποιας άλλης χώρας και διατήρησαν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό τις παραδόσεις τους, έτσι και παιδιά που έχουν γεννη- θεί εδώ δικαιούνται να πολιτογραφηθούν Ελληνες. Η νέα πραγματικότητα, την οποία καλούμαστε να διαχειριστούμε, αντανακλάται πολύ καθαρά ειδικά στη δεύτερη γενιά. Η δεύτερη γενιά δεν έχει άλλον τόπο. Τόπος τους είναι η Ελλάδα και, αν φανεί έξυπνη, θα είναι και πατρίδα τους. Μια επιθετική λογική που λέει ότι "έτσι είναι, κι αν δεν τους αρέσει να γυρίσουν πίσω" είναι ανεδαφική και αδιέξοδη».

Τι σημαίνει, όμως, ιθαγένεια και γιατί γίνεται τόσος ντόρος; «Ιθαγένεια είναι ο νομικός δεσμός ενός ατόμου με ένα κράτος. Αν ο δεσμός αυτός υπάρχει, λέμε ότι το άτομο αυτό είναι πολίτης του συγκεκριμένου κράτους». Ετσι ορίζεται η ιθαγένεια σε ενημερωτικό φυλλάδιο του υπουργείου Εσωτερικών που μοιραζόταν μέχρι πρόσφατα στους ενδιαφερόμενους μετανάστες, αλλοδαπούς και ομογενείς. Στο ίδιο γαλανόλευκο φυλλάδιο διευκρινίζονται έννοιες όπως η «εθνικότητα» («ο δεσμός ενός ατόμου ως προς ένα ορισμένο έθνος»), η «πολιτογράφηση», ο «αλλοδαπός», ο «ομογενής» και ο «αλλογενής». Στο τέλος, αφού όλα περιγράφονται με απλά και λογικά βήματα, οι τότε υπουργοί αποχαιρετούν τους «φίλους και φίλες» με την ευχή «να γίνει η Ελλάδα και δική σας πατρίδα» με «τη λιγότερη δυνατή ταλαιπωρία», φιλοδωρώντας τους με ένα απόσπασμα από τον Ελύτη: «Ομορφη και παράξενη πατρίδα ωσάν αυτή που μου 'λαχε δεν είδα».

Στην πράξη, η «λιγότερη δυνατή ταλαιπωρία» μπορεί να σημαίνει και μια δεκαετία με την υπόθεσή τους στα συρτάρια. Με αποτέλεσμα, το ισχύον καθεστώς να είναι νόμιμα αδιαφανές· χαρακτηριστικό είναι πως ούτε στο υπουργείο Εσωτερικών, στη Διεύθυνση Ιθαγένειας, όπου απευθυνθήκαμε, είχαν σαφή και συνολική εικόνα για όλες τις αιτήσεις που γίνονται τα τελευταία χρόνια και σε ποιο ποσοστό εγκρίνονται, με το σκεπτικό ότι οι αιτήσεις «κατατίθενται στις νομαρχίες και δεν μπορούμε να οριστικοποιήσουμε τη μονάδα χρόνου», καθώς οι νομαρχίες δεν στέλνουν πάντα συγκεντρωτικά στοιχεία.

Το αν είσαι Ελληνας ή όχι, το αν θα γίνεις ή αν πράγματι γεννήθηκες, έστω αν είχες ρίζες από κάποιον προπάππο που ήταν γραμμένος στα δημοτολόγια, αφήνεται στη διακριτική ευχέρεια της εκάστοτε επιτροπής πολιτογράφησης, αλλά κυρίως στην πολιτική βούληση του υπουργείου Εσωτερικών. «Από τα αιτήματα πολιτογράφησης αλλοδαπών πολύ λίγα γίνονται δεκτά» αναφέρει ετήσια έκθεση του Συνηγόρου του Πολίτη, σημειώνοντας ότι εκκρεμούν 28.000 φάκελοι - ενώ το γεγονός ότι η απόρριψη αίτησης είναι παντελώς ανέλεγκτη «γεννά την καχυποψία των ενδιαφερομένων, υπονομεύει την εμπιστοσύνη στους θεσμούς και αφήνει περιθώρια για εικασίες σχετικά με αδιαφάνεια και αυθαιρεσία». Η έκθεση επιβεβαιώνει διπλωματι- κά κάτι που είχα συμπεράνει από ανεπίσημες συζητήσεις, χωρίς να πέσω από τα σύννεφα: ότι και για να γίνεις Ελληνας, το «κονέ» μετράει.

Οπως ορίζεται από το νόμο, η επιτροπή πολιτογράφησης αποτελείται από τρεις προϊσταμένους του υπουργείου και δύο πανεπιστημιακούς και γνωμοδοτεί προς τον υπουργό για την «επαρκή γνώση της ελληνικής γλώσσας, της Ιστορίας και του ελληνικού πολιτισμού, καθώς και για το ήθος και την προσωπικότητα» του υποψηφίου. Οι γενικοί αυτοί όροι, καθώς και η εξαίρεση των αποφάσεων της διοίκησης από κάθε αιτιολόγηση ή χρονική προθεσμία, ευνοεί αποφάσεις που ίσως να εξυπηρετούν κατά καιρούς την ιδέα περί «εθνικής ασφάλειας», συχνά όμως αδικούν ανθρώπους και πληθυσμιακές ομάδες. Δεν είναι τυχαίο ότι μέχρι πρόσφατα οι Ελληνες της Κωνσταντινούπολης δεν λάμβαναν την ελληνική ιθαγένεια, πιθανόν με το σκεπτικό ότι έτσι θα αποδυναμωθεί ο εκεί ελληνισμός.

Αντίστοιχα, το ρατσιστικό - γηπεδικό σύνθημα «Δεν θα γίνεις Ελληνας ποτέ, Αλβανέ, Αλβανέ!» αποτέλεσε κυρίαρχη πολιτική γραμμή για μεγάλο χρονικό διάστημα, αφού οι Αλβανοί που ζουν στη χώρα μας, αν δεν είχαν την τύχη ή την εξυπνάδα να δηλώσουν ομογενείς, σπάνια κατάφερναν να πολιτογραφηθούν (ακόμα κι αν πληρούσαν τις τυπικές προϋποθέσεις), ενώ έως πρόσφατα δεν έπαιρναν καν απάντηση, παρά μόνο προφορικά.

Μια συνηθισμένη σύγχυση είναι πως άλλο σημαίνει «ιθαγένεια» και άλλο «υπηκοότητα». Κι όμως, όπως διευκρινίζει ο καθηγητής Δημήτρης Χριστόπουλος σε σχετική μελέτη του, «Ιθαγένεια, υπηκοότητα και ιδιότητα του πολίτη έχουν το ίδιο νόημα. Στην Ελλάδα, για λόγους που σχετίζονται με τη χρήση και τη σημασία του όρου "γένος" για τη συγκρότηση του ελληνικού έθνους και λαού, χρησιμοποιήθηκε ευθύς από τον 19ο αιώνα η "ιθαγένεια" αντί των άλλων. Γι' αυτόν το λόγο και τη χρησιμοποιούμε, μολονότι η λέξη παραπέμπει σε προνεωτερικές σημασιοδοτήσεις».

Προνεωτερικές σημασιοδοτήσεις και νομικοί όροι στα λατινικά, όπως το «jus sanguinis» και «jus soli» (το δίκαιο του αίματος και το δίκαιο του εδάφους), μπορεί να ακούγονται ακατανόητα στα μη μυημένα αφτιά, όμως εξίσου ακατανόητες ακούγονται πολλές από τις ισχύουσες διατάξεις του κώδικα ιθαγένειας - όπως το ότι η επιτροπή πολιτογράφησης δεν λογοδοτεί σε κανέναν για τις αποφάσεις της. Μία βασική διαφορά του προτεινόμενου νομοσχεδίου είναι πως, το αργότερο σε έναν χρόνο από την κατάθεση της αίτησης, πρέπει να υπάρχει κάποια απόφαση και να είναι αιτιολογημένη. Αρα, αν θεωρείς ότι αδικήθηκες, έχεις το δικαίωμα να υποβάλεις ένσταση.

Το «Ελληνας γίνεσαι επειδή έτσι τους αρέσει» ίσαμε πρόσφατα είχε και την αντίθετη όψη του ίδιου νομίσματος: Ελληνας ξεγίνεσαι επειδή δεν τους αρέσεις. Επειδή θεωρείσαι ανάξιος να φέρεις την ιδιότητα του έλληνα πολίτη, ανεπιθύμητος, αλλογενής ή επειδή ζυγίστηκες στο ζύγι της εθνικής συνείδησης και βρέθηκες λειψός. Δεκάδες χιλιάδες έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες και «αλλογενείς» στερήθηκαν την ιθαγένεια από το μετεμφυλιακό, το χουντικό, αλλά και το μεταπολιτευτικό κράτος, καθώς το άρθρο 19 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας βρισκόταν σε ισχύ έως το 1998. Το επίμαχο άρθρο -το οποίο έδωσε αφορμή σε διώξεις λόγω φρονημάτων και χρησιμοποιήθηκε κυρίως ενάντια σε αριστερούς και μειονοτικούς έλληνες πολίτες- έχει μεν καταργηθεί, χωρίς όμως όλα τα θύματά του να έχουν αποκατασταθεί.

Ο ιστορικός Λάμπρος Μπαλτσιώτης, που έχει ασχοληθεί με ζητήματα ιθαγένειας, εξηγεί πώς έχει αλλάξει η αντίληψή μας για την έννοια αυτή, δύο αιώνες μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους. «Το πώς νιώθει ο προπάππος μου Ελληνας διαφέρει πάρα πολύ από το πώς νιώθω εγώ. Πέρα, όμως, απ' αυτό, είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι τα ευρωπαϊκά εθνικά κράτη την εποχή που συγκροτήθηκαν είχαν τεράστια γλωσσική και πολιτισμική ποικιλία. Είναι γνωστό και αναφέρεται στη βιβλιογραφία ότι στη Γαλλία, την περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης, μόλις το 10% του πληθυσμού μιλούσε γαλλικά. Οι υπόλοιποι μιλούσαν οξιτανικές διαλέκτους, γερμανικά, βρετόνικα, βάσκικα. Στην Ελλάδα, την εποχή της Επανάστασης του 1821, ο ένας στους τέσσερεις μιλούσε κάποια αλβανική γλώσσα. Οσο για την κοινότητα των εθίμων και του πολιτισμού, δημιουργήθηκε σταδιακά.

»Το να θεωρείς ότι ο τουρκόφωνος μικρασιάτης πρόσφυγας των αρχών του 20ού αιώνα είχε ίδιο πολιτισμό με τον αλβανόφωνο χριστιανό από τη Θεσπρωτία είναι λάθος. Ούτε καν μπορούσαν να συνεννοηθούν μεταξύ τους. Η πόντια γιαγιά της γυναίκας μου, σε κάποιο χωριό της βόρειας Ελλάδας της δεκαετίας του '30, απαγορευόταν να μιλήσει στον πεθερό της. Μόνο μέσω τρίτου μπορούσε να του απευθύνει το λόγο. Τι σχέση είχε αυτή η γυναίκα με μία φεμινίστρια της καλής κοινωνίας των Αθηνών της ίδιας εποχής; Καμία. Κοινό είχαν ότι ήθελαν να ανήκουν στην ίδια πολιτική κοινότητα.

»Για να καταλήξω στο σήμερα, δεν είναι σοκαριστικό να βλέπεις μια μουσουλμάνα με μαντίλα. Δεν λέω ότι είναι ανώδυνο, ούτε μπορούμε να αγνοήσουμε το γεγονός ότι έχουμε μισό εκατομμύριο μουσουλμάνους, αλλά -εάν ανατρέξουμε στο παρελθόν- θα δούμε ότι οι διαφοροποιήσεις ήταν, επίσης, τεράστιες».

Οπως τονίζει ο ιστορικός, πάντως, η απόδοση ιθαγένειας δεν είναι πανάκεια αν δεν υπάρχει μια συνολικότερη πολιτική κράτους δικαίου: «Κατ' εξοχήν παράδειγμα είναι οι Γάλλοι. Στα υποβαθμισμένα προάστια εξεγέρθηκαν γάλλοι πολίτες, δεύτερης και τρίτης γενιάς, παρ' όλα αυτά όμως αποκομμένοι».

Στην Ελλάδα, υποστηρίζει, είχαμε τη μεταφορά του οθωμανικού μοντέλου στα εθνικά κράτη των Βαλκανίων. Από τη Μεγάλη Ιδέα περάσαμε σε ένα πιο εσωστρεφές μοντέλο, μετά το 1922, με τις ανταλλαγές πληθυσμών και τη μετανάστευση, και ένα εξίσου στενό πλαίσιο οριοθέτησης του έθνους με το τέλος του Εμφυλίου. Αποτέλεσμα, ο σημερινός Κώδικας Ιθαγένειας -αν και χρονολογείται μόλις απ' το 2004- είναι στην ουσία προϊόν του μετεμφυλιακού κράτους. Βασισμένος σχεδόν εξ ολοκλήρου στο δίκαιο του αίματος, αποδίδει ιθαγένεια στο «τέκνο του Ελληνα» (προσφάτως και της Ελληνίδας), ασχέτως με το πού κατοικεί. Ετσι, ένας νέος που ήρθε από την Αλβανία το 1993, έχει τελειώσει το σχολείο εδώ και είναι φοιτητής, εάν θεωρηθεί «ομογενής», μπορεί να λάβει την ιθαγένεια· εάν όχι, «δεν θα γίνει Ελληνας ποτέ»! Ενας μπασκετμπολίστας από τη Φλόριντα, αν έχει έναν προπάππο Ελληνα -και ας μη μιλάει λέξη ελληνικά-, είναι «δικό μας παιδί», ειδικά αν βάζει πολλά καλάθια!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου