Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2010

100 ημέρες μετά

100 ημέρες μετά
Παναγής Γαλιατσάτος , 12 Ιαν,
Οι πιο ευτυχισμένες πρώτες εκατό πρώτες μέρες στην εξουσία ήταν αυτές της κυβέρνησης του Φράνκλιν Ντελάνο Ρούζβελτ, η οποία όμως το διαπίστωσε εκ των υστέρων. Δεν έχει σημασία. Ο όρος έγινε σύνθημα για πολιτικές δυνάμεις που βρίσκονταν στο κατώφλι της εξουσίας. Οι εκατό μέρες έγιναν μια παγίδα, στην οποία έπεσαν πολλοί.


Στην προεκλογική περίοδο, ο κ. Παπανδρέου και οι επιτελείς του προσπάθησαν να καλλιεργήσουν την εντύπωση ότι είχαν σαφή γνώση και σχέδιο για το τι θα κάνουν τις πρώτες εκατό μέρες, ανακοίνωσαν μάλιστα και τις συγκεκριμένες νομοθετικές παρεμβάσεις που θα ψηφίζονταν μέσα στο συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα. Ο εκλογικός θρίαμβος, τα νέα, άφθαρτα πρόσωπα που στελέχωσαν την κυβέρνηση, οι καινοτόμες και αποφασιστικές πρώτες της κινήσεις (κατάργηση των Stage, προκήρυξη των θέσεων των γενικών γραμματέων μέσω βιογραφικών) δημιούργησαν ένα κλίμα ευφορίας. Εκατό μέρες αργότερα, η ευφορία έχει δώσει τη θέση της σε έναν έντονο σκεπτικισμό. Αν και η κυβέρνηση - ελλείψει εναλλακτικής λύσης - διατηρεί την ανοχή και την εμπιστοσύνη του κόσμου, ο οποίος θέλει εν μέσω κρίσης να διατηρήσει ζωντανή την ελπίδα που επένδυσε στην κυβέρνηση Παπανδρέου, κανείς δεν είναι σε θέση πια να αγνοήσει ότι η έλλειψη συντονισμού, η ασυνεννοησία και η ανεπάρκεια του σχεδιασμού αποτελούν καθημερινά φαινόμενα στην κυβερνητική πρακτική.

Ένα συμπέρασμα που βγαίνει αβίαστα από τις πρώτες εκατό μέρες της νέας κυβέρνησης ήταν ότι είχε καλές προθέσεις και πολλές καινοτόμες ιδέες, όπως και το πολιτικό θάρρος για την υλοποίησή τους. Εκεί που έπασχε -και κατά πολλούς εξακολουθεί να πάσχει- ήταν το επίπεδο της προετοιμασίας και της υλοποίησης. Ίσως το πιο τρανταχτό παράδειγμα να ήταν -η ως τώρα σημαντικότερη καινοτομία της κυβέρνησης Παπανδρέου, δηλαδή, η διαδικασία στελέχωσης του κρατικού μηχανισμού μέσω βιογραφικών. Παρά την τεράστια ανταπόκριση της κοινής γνώμης, το αποτέλεσμα δεν ήταν καθόλου κολακευτικό για την κυβέρνηση: υπάρχουν ακόμα δεκάδες θέσεις γραμματέων που παραμένουν απλήρωτες, ενώ νευραλγικά πόστα, όπως αυτό των φορολογικών εσόδων (σε μια χώρα που διέρχεται τη μεγαλύτερη δημοσιονομική κρίση από το 1897 και βρίσκεται στα πρόθυρα της χρεωκοπίας) στελεχώθηκαν μετά από τρεις μήνες. Επιπλέον, οι προθέσεις της διαδικασίας αμφισβητήθηκαν μετά την επιστράτευση επιφανών κομματικών στελεχών και πρώην βουλευτών.

Θα περίμενε κανείς ότι μια παράταξη με εμπειρία διακυβέρνησης και εξουσίας όπως το ΠΑΣΟΚ, που έβλεπε ότι έρχεται στην εξουσία σε μια τόσο δύσκολη συγκυρία για τη χώρα, θα είχε κάνει την κατάλληλη προετοιμασία όσο βρισκόταν στην αντιπολίτευση, ώστε αυτή η θετική καινοτομία να τεθεί ταχύτατα σε εφαρμογή και να μην προκαλέσει δυσλειτουργία στον κρατικό μηχανισμό. Σε απλά ελληνικά, θα έπρεπε ήδη στην αντιπολίτευση να είχε επεξεργαστεί την περιγραφή των θέσεων που ήθελε να προκηρύξει και να είχε έτοιμο ένα μηχανισμό ταχύτατης αξιολόγησης των υποψηφιοτήτων. Αυτή η προετοιμασία απλά δεν είχε γίνει. Η διαπίστωση επιτρέπει και κάποια, όχι κολακευτικά, συμπεράσματα για την ποιότητα του σχεδιασμού και της προετοιμασίας του ΠΑΣΟΚ για τα κυβερνητικά του καθήκοντα.

Ένα δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι η κυβέρνηση Παπανδρέου όχι μόνον εγκλωβίστηκε, αλλά και σε μεγάλο βαθμό, πίστεψε την αντιπολιτευτική ρητορική της, ότι δηλαδή υπήρχε αφενός μεν ένας διαφορετικός τρόπος για να βγει η χώρα από την κρίση, και αφετέρου ότι ήταν αρκετό να αντικατασταθεί η αναξιόπιστη και διεφθαρμένη κυβέρνηση της ΝΔ και του Κώστα Καραμανλή για να αποκατασταθεί το κύρος της χώρας και της διοίκησης. Το ότι το δεύτερο ήταν μια υπερβολή, το διαπίστωσε πρώτος από όλους και με εξαιρετικά οδυνηρό τρόπο ο υπουργός Οικονομικών Γιώργος Παπακωνσταντίνου, ο οποίος βρέθηκε στη δυσάρεστη θέση να απολογείται σε τρία διαδοχικά συμβούλια Ecofin. Και θα πρέπει να το αντιλαμβάνεται πια και ο Πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου ο οποίος διαπιστώνει, ότι παρά την άνεση που διαθέτει στο διπλωματικό παρκέ και το κύρος που απολαμβάνει στα διεθνή φόρα, στα σημαντικά ανοικτά ζητήματα της εξωτερικής μας πολιτικής (ονομασία των Σκοπίων, ελληνοτουρκικά, Κυπριακό) δεν έχει σημειωθεί τους τελευταίους τρεις μήνες καμία ουσιαστική πρόοδος, ενώ οι διμερείς σχέσεις με το σημαντικότερο εταίρο μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τη Γερμανία, παραμένουν κάτι παραπάνω από ψυχρές. Είναι ενδεικτικό ότι στο Βερολίνο, στις εκδηλώσεις για τα 10 χρόνια από την πτώση του Τείχους, ο Πρωθυπουργός μπόρεσε να δει κατ’ ιδίαν την Αμερικανίδα υπουργό Εξωτερικών κυρία Χίλαρι Κλίντον, όχι όμως τη Γερμανίδα Καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ ή τον υπουργό Εξωτερικών Γκίντο Βεστερβέλε. Είναι, επίσης, ενδεικτικό ότι η οικονομική πολιτική της χώρας μας δέχτηκε τις πιο σφοδρές επικρίσεις από το Γερμανό υπουργό Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.

Ο εγκλωβισμός στην αντιπολιτευτική ρητορική είχε αρνητικές παρενέργειες στην οικονομική πολιτική, εν μέσω κρίσης. Η υλοποίηση της προεκλογικής υπόσχεσης για καταβολή επιδόματος αλληλεγγύης εν μέσω δημοσιονομικού εκτροχιασμού ξένισε τις Βρυξέλλες όσο και τις αγορές και το κλίμα δεν έγινε καλύτερο από τις δημόσιες καταγγελίες του Γιώργου Παπανδρέου για τις νεοφιλελεύθερες πρακτικές και υποδείξεις. Για πολλές εβδομάδες, οι σχεδιασμοί του οικονομικού επιτελείου ήταν κυριολεκτικά στον αέρα μετά το άδειασμα του Χρήστου Παπουτσή στο Γιώργο Παπακωνσταντίνου για το «πάγωμα» των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων άνω των 2000 ευρώ, καθώς ακόμα και στην Πλατεία του Συντάγματος υπήρχε αβεβαιότητα, για το αν ο Πρωθυπουργός θα στηρίξει την απαραίτητη σφιχτή δημοσιονομική διαχείριση. Χρειάστηκε η μίνι-δημοσιονομική κρίση του πρώτου δεκαημέρου του Δεκεμβρίου, η οποία εκτόξευσε το κόστος δανεισμού σχεδόν στο 3% πάνω από το κόστος που καταβάλλει η Γερμανία και η δραματική σύνοδος Κορυφής της ΕΕ, στην οποία ο κ. Παπανδρέου έβαλε στο τραπέζι την προσωπική του αξιοπιστία για να απεγκλωβιστεί σε κάποιο βαθμό η κυβέρνηση από τις προεκλογικές υποσχέσεις και να διαφανεί μια αλλαγή πλεύσης. Παρά ταύτα πάντως, η κυβέρνηση παρέμεινε εξαιρετικά απρόθυμη να κάνει ο,τιδήποτε που θα μπορούσε να προκαλέσει την εντύπωση ότι πειθαρχεί στις επιθυμίες των Βρυξελλών ή διαψεύδει ρητές υποσχέσεις. Η περιπέτεια του προσχεδίου του Προγράμματος Σταθερότητας και Ανάπτυξης, το οποίο δεν εστάλη ποτέ στις Βρυξέλλες κατά παράβαση της κοινοτικής διαδικασίας, η αγωνιώδης προσπάθεια να πεισθεί η κοινή γνώμη, ότι η αναδιαμόρφωση του χρονοδιαγράμματος του Προγράμματος Σταθερότητας και Ανάπτυξης στα τρία χρόνια ήταν προσωπική απόφαση του Πρωθυπουργού και δεν οφείλεται στο γεγονός ότι οι Βρυξέλλες είχαν διαμηνύσει με σαφήνεια ότι δε θα δεχτούν τέσσερα χρόνια, ακόμα όμως και η σύγχυση που προκάλεσαν οι διαρροές, ότι η κυβέρνηση εξετάζει το ενδεχόμενο να καθιερώσει ενιαίο συντελεστή ΦΠΑ 15% αντανακλούν ακριβώς αυτήν την απροθυμία. Ειδικά σε ό,τι αφορά το ενδεχόμενο αύξησης του ΦΠΑ που έχει διαψευστεί επανειλημμένα από τα αρμόδια χείλη (και από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό): Αποτελεί κοινό τόπο ότι πρόκειται για μια λύση που θα εξασφάλιζε ισορροπία και αξιοπιστία στο Πρόγραμμα Σταθερότητας, το οποίο όπως έγινε σαφές τις τελευταίες μέρες, «μπάζει» από πολλές πλευρές: πρόσφατα μάλιστα ο υπουργός Απασχόλησης Ανδρέας Λοβέρδος κατέστησε σαφές ότι δεν έχει ιδέα από πού θα κόψει δυο από τα 4 δις που είναι η συμβολή του τομέα αρμοδιότητάς του στην εξοικονόμηση δαπανών.

Η καθιέρωση ενιαίου συντελεστή 15% θα έδινε την απαραίτητη δημοσιονομική ανάσα αφού θα μείωνε μεν τα έσοδα του υψηλού συντελεστή (που προέρχονται όμως από τομείς οικονομικής δραστηριότητας σε ύφεση), σχεδόν θα διπλασίαζε όμως τα έσοδα του χαμηλού συντελεστή, για τα οποία η ζήτηση είναι ανελαστική (τρόφιμα, σούπερ μάρκετ). Στον ενιαίο συντελεστή, κάποιοι στην κυβέρνηση είδαν το τρικ για να αυξήσουν τα έσοδα από το ΦΠΑ χωρίς να αυξήσουν το συντελεστή. Το πήραν πίσω μετά από 24 ώρες.

Ανεξάρτητα από το αν είναι δικαιολογημένα ή όχι τα παράπονα του οικονομικού επιτελείου για ελλειπή πολιτική κάλυψη, έχει μεγάλη ευθύνη για το κλίμα αβεβαιότητας που έχει δημιουργηθεί στην αγορά τους τελευταίους δύο μήνες, αφού έχει εξαπολύσει με διαρροές και δηλώσεις ένα είδος Grande Terreur φορολογικής υφής. Σχεδόν κάθε μέρα διαρρέει ένα νέο φορολογικό μέτρο, που εντείνει τη σύγχυση και πολλές φορές έχει έντονα αρνητικές επιπτώσεις όπως π.χ. η εξαγγελία της κυβέρνησης για καταγραφή των καταθέσεων που προκάλεσε διαρροή περιουσιακών στοιχείων ύψους τουλάχιστον 4 δις ευρώ στο εξωτερικό ή η εξαγγελία (όχι όμως και η άμεση εφαρμογή) της πρόθεσης να αλλάξει το καθεστώς των γονικών παροχών που υποχρέωσε τον κ. Παπακωνσταντίνου σε νομοθετικές ακροβασίες ώστε να ανακόψει την έκρηξη γονικών παροχών με το παλαιό καθεστώς. Η πολιτική ηγεσία του υπουργείου προσπαθεί να αποδώσει αυτή την κατάσταση στη διαδικασία διαβούλευσης και στις διαρροές που γίνονται μετά τις συσκέψεις, ωστόσο άνθρωποι που έχουν εικόνα της κατάστασης λένε ότι αυτά είναι δικαιολογίες, και ότι η ουσία του προβλήματος βρίσκεται στην απροθυμία λήψης των αναγκαίων αποφάσεων, όχι μόνο στο οικονομικό επιτελείο.

Οι παλινωδίες και οι προχειρότητες στην οικονομική πολιτική προκάλεσαν και στη διάρκεια των εκατό ημερών το ερώτημα, αν το ΠΑΣΟΚ ως ακόμα αντιπολίτευση αγνοούσε, ή είχε υποτιμήσει το μέγεθος του δημοσιονομικού εκτροχιασμού που θα κληθεί να αντιμετωπίσει. Η κυβέρνηση προτίμησε την εκδοχή ότι δεν είχε πλήρη εικόνα για το μέγεθος του προβλήματος, εξ' ου και το πρόβλημα που προέκυψε με τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Γιώργο Προβόπουλο, όταν εκείνος υποστήριξε ότι είχε ενημερώσει τους πάντες για την οικονομική κατάσταση το Σεπτέμβριο (όχι όμως και τον ελληνικό λαό, το μόνο που θεσμικά όφειλε να κάνει). Ωστόσο, δύσκολα μπορεί να δεχτεί κανείς αυτή την εκδοχή, όταν σαφή εικόνα είχε - και την είχε μάλιστα δημοσιοποιήσει από τον Ιούνιο - ο πρώην υπουργός Οικονομικών Αλέκος Παπαδόπουλος. Το ασφαλέστερο συμπέρασμα είναι ότι η κυβέρνηση γνώριζε το μέγεθος του προβλήματος στην οικονομία, υποτίμησε όμως τις συνέπειές του.

Πολλά από τα λάθη της νέας κυβέρνησης, και όχι μόνο στο οικονομικό πεδίο, οφείλονται σε έλλειψη εμπειρίας -κάτι που βελτιώνεται στη διάρκεια του χρόνου. Ωστόσο, η κυβέρνηση έχει ένα πασιφανές πλέον αδύνατο σημείο στη λειτουργία του νευραλγικού της κέντρου, που είναι το πρωθυπουργικό γραφείο. Πέρα από το γεγονός ότι ουδέποτε υλοποιήθηκε η προεκλογική εξαγγελία για τη δημιουργία ενός επιτελικού κέντρου στο Μαξίμου (για οβάλ γραφείο έγραφαν, αν θυμάστε, προεκλογικά οι εφημερίδες) η κυβέρνηση πάσχει από την καταφανή έλλειψη ενός «αυθεντικού ερμηνευτή» της πολιτικής βούλησης του Πρωθυπουργού. Τρεις μήνες ήταν αρκετοί για να γίνει σαφές ότι ο Γιώργος Πεταλωτής δε μπορεί να ανταπεξέλθει στο ρόλο, εκ των πραγμάτων άλλωστε, αφού δεν αποτελεί καθημερινό συνομιλητή του κ. Παπανδρέου, αλλά και ότι ο κ. Χάρης Παμπούκης δεν έχει καμιά διάθεση να τον επωμιστεί. Το αποτέλεσμα είναι μια διαρκής σύγχυση, αφού όταν προκύπτει μια διχογνωμία, κανείς δε μπορεί να πει με βεβαιότητα ποια είναι η κυβερνητική γραμμή. Το πιο γνωστό παράδειγμα αποτελεί, βέβαια, το «άδειασμα» του κ. Παπακωνσταντίνου από τον κ. Παπουτσή, όμως, ο Κοινοβουλευτικός Εκπρόσωπος έκανε το ίδιο τη Δευτέρα και με την υπουργό ΠΕΧΩΔΕ Τίνα Μπιρμπίλη για το θέμα του Αχελώου, χωρίς κάποιος στο πρωθυπουργικό γραφείο να θεωρήσει αναγκαίο να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Ή να κάνει κάτι για την περίπτωση του αυτονομημένου υπουργού Απασχόλησης Ανδρέα Λοβέρδου, ο οποίος έβαλε φωτιές στην κυβέρνηση τη Δευτέρα το πρωί με τη δημόσια δήλωση ότι στον ΟΑΕΔ δεν υπάρχει ούτε σάλιο. Ένα δεύτερο, όχι αμελητέο όμως αποτέλεσμα, είναι η έλλειψη αντανακλαστικών σε κεντρικό επίπεδο για το τι βλάπτει πραγματικά την κυβέρνηση και μάλιστα στους δικούς της ψηφοφόρους όπως π.χ. η παράταση της εκκρεμότητας με τις χρυσοπληρωμένες συμβάσεις στην ΕΡΤ. Παρά το γεγονός ότι το υπουργικό συμβούλιο συνεδριάζει συχνότερα από κάθε άλλη φορά στη μεταπολιτευτική ιστορία της Ελλάδας, η καθημερινή διαχείριση της κυβέρνησης πάσχει. Η συλλογική λειτουργία της κυβέρνησης Παπανδρέου υστερεί ακόμα και απέναντι σε εκείνη του Κώστα Καραμανλή. Δεν είναι τυχαίο, ότι οι διοχογνωμίες ανάμεσα στους υπουργούς εκδηλώνονται πλέον με ολοένα μεγαλύτερη συχνότητα, όπως συνέβη π.χ. ανάμεσα στη Λούκα Κατσέλη και τον κ. Παπακωνσταντίνου, αλλά και πολύ πρόσφατα, ανάμεσα στην υπουργό Παιδείας Άννα Διαμαντοπούλου και τον υπουργό Προστασίας του Πολίτη κ. Μιχάλη Χρυσοχοΐδη.

Ακόμα και αναμφισβήτητη επιτυχία του τελευταίου στα καθήκοντά του έρχεται να ενισχύσει την αίσθηση ανεπάρκειας του συντονιστικού κέντρου της κυβέρνησης και όχι να την αποδυναμώσει. Και αυτό γιατί ο κ. Χρυσοχοΐδης είναι απόλυτα αυτόνομος στο πεδίο της αρμοδιότητάς του, λειτουργεί σε ό,τι τον αφορά, περισσότερο ως «φεουδάρχης» και λιγότερο ως μέλος ενός συλλογικού οργάνου λήψης αποφάσεων. Αυτό οφείλεται στην απόλυτη εμπιστοσύνη που του έχει ο Πρωθυπουργός και στην αυτονομία την οποία του έχει εκχωρήσει. Ως τώρα πάντως, τα αποτελέσματα τον επιβεβαιώνουν. Στα αδιαμφισβήτητα επιτεύγματα της κυβέρνησης τις πρώτες εκατό μέρες ανήκει ότι υποχώρησε σημαντικά η διάχυτη αίσθηση ανομίας που υπήρχε στη χώρα. Ότι η ελληνική αστυνομία κατάφερε να ανταπεξέλθει με αποτελεσματικότητα και να προστατέψει τις περιουσίες των πολιτών τόσο στις εκδηλώσεις για την 17η Νοέμβρη, όσο και στην ακόμα πιο επίφοβη για επεισόδια επέτειο της δολοφονίας του Αλέξη Γρηγορόπουλου. Ότι το αίσθημα ασφάλειας των Ελλήνων πολιτών έχει ενισχυθεί, με συνεχή παρουσία της αστυνομίας στους δρόμους.

Θα ήταν, επίσης, άδικο να μην αναγνωρίσει κανείς στη νέα κυβέρνηση, ότι μέσα στις πρώτες εκατό μέρες τόλμησε να ανοίξει ζητήματα που η κυβέρνηση Καραμανλή δεν τόλμησε να αγγίξει, φοβούμενη το πολιτικό κόστος, όπως είναι π.χ. το μεταναστευτικό, η μεγάλη αυτοδιοικητική μεταρρύθμιση και το ασφαλιστικό. Ακόμα και αν είναι σαφές ότι ο υπουργός Απασχόλησης κ. Λοβέρδος θα ήθελε να αποφύγει δυσάρεστα μέτρα, τόσο η κατάσταση των ασφαλιστικών ταμείων όσο και η στενή παρακολούθηση της ελληνικής οικονομίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση στα πλαίσια της επιτήρησης, καθιστούν μάλλον αμφίβολο ότι η κυβέρνηση θα μπορέσει να ξεφύγει από το ασφαλιστικό με ένα ακόμα πασάλειμμα, κατά την προσφιλή συνήθεια όσων προηγήθηκαν. Οι θεσμικές μεταρρυθμίσεις, από την άλλη πλευρά, είναι καίριας σημασίας και θα προκαλέσουν οπωσδήποτε αντιδράσεις. Αν πάντως κάτι έχει γίνει σαφές το προηγούμενο τρίμηνο, είναι ότι από το Γιώργο Παπανδρέου δεν λείπει το θάρρος και το κουράγιο για πολιτικές συγκρούσεις, όταν μπορεί να ταυτιστεί ιδεολογικά με το αντικείμενο.

Παρά τις αδυναμίες και τις ανεπάρκειές της και παρά την έλλειψη επαρκούς προετοιμασίας για να επωμισθεί το καθήκον της διακυβέρνησης της χώρας σε περίοδο οξείας οικονομικής κρίσης η κυβέρνηση έχει πολύ καλύτερη εικόνα από αυτήν που θα έπρεπε να έχει και, όπως αναφέραμε και προηγουμένως, διατηρεί υψηλά ποσοστά ανοχής και εμπιστοσύνης στην κοινή γνώμη. Αυτό οφείλεται κυρίως στο ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση, καθώς η ΝΔ απαξιώθηκε πλήρως τον τελευταίο χρόνο της διακυβέρνησης Καραμανλή και έχει πολύ δρόμο ακόμα μπροστά της για να ανακάμψει. Οφείλεται, όμως, και στο γεγονός ότι τα σημαντικότερα ΜΜΕ στη χώρα μας, οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης λόγω και ιδεολογικής συγγένειας την αντιμετωπίζουν ακόμα με πολύ μεγαλύτερη επιείκεια, από ό,τι θα αντιμετώπιζαν μια κυβέρνηση της ΝΔ. Μπορεί κανείς να φανταστεί τη γενική κατακραυγή που θα ξεσηκωνόταν αν μια άλλη κυβέρνηση αποφάσιζε να καταργήσει την απόσυρση, διατηρώντας όμως την υψηλή φορολογία για τα παλιά αυτοκίνητα, αν έφερνε αναδρομική τροπολογία νύχτα και σε άσχετο νομοσχέδιο, αν απέσυρε την τελευταία στιγμή το προσχέδιο του Προγράμματος Σταθερότητας ή αν προκαλούσε γενική σύγχυση με τον ΦΠΑ. Η κυβέρνηση έχει ακόμα την ανοχή και την εμπιστοσύνη του κόσμου, θα πρέπει όμως να βελτιώσει εντυπωσιακά τη συλλογική της λειτουργία και την αποτελεσματικότητά της το επόμενο διάστημα για να τη διατηρήσει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου