Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2011

Η Μεγάλη Ληστεία της Ευρωζώνης

Ντίνος Κουτσολιούτσος Μέρος Πρώτο – Πριν από την Κρίση Το παρόν άρθρο δεν υποστηρίζει την έξοδο της Ελλάδας από το Ευρώ, αλλά υποστηρίζει ότι η Ευρωζώνη, όπως σχεδιάστηκε και εφαρμόστηκε από το 1999, αποτέλεσε και συνεχίζει να αποτελεί, βασικά, ένα ληστρικό σχέδιο υπό εφαρμογή, για την οικονομική και πολιτική κυριαρχία της Ευρώπης από τον Γερμανικό βιομηχανικό κολοσσό. Το σχέδιο της ληστρικής αυτής διαδικασίας βασίζεται σε δύο βασικούς όρους που συνυπάρχουν σε όλες τις συνθήκες της Ευρωζώνης, και οι οποίοι, συμπληρωματικά, αποτελούν τις καταλυτικές δυνάμεις, η όπλα, στο βασικό γεωπολιτικό παιχνίδι, η πόλεμο, της Ευρώπης. Ο πρώτος όρος είναι η εφαρμογή του κοινού νομίσματος. Τα οικονομικά αποτελέσματα αυτού του όρου ήταν, 1) η ποιοτική υπεροχή της γερμανικής εξαγωγικής βιομηχανίας έχασε το μόνο ελάττωμα που είχε, την ακρίβεια του γερμανικού μάρκου. 2). Η γερμανική εξαγωγική οικονομία πενταπλασίασε την καταναλωτική αγορά για τα προϊόντα της, τα οποία και επεκράτησαν σε όλη την ευρωζώνη, λόγω της ποιοτικής τους υπεροχής, συνυφασμένη με την ισοτιμία κόστους που το ευρώ είχε επιφέρει 3). Οι οικονομίες όλων των κρατών του ευρώ εγκλωβίστηκαν μέσα στις καταναλωτικές επιλογές της ευρωζώνης, και έτσι έχασαν οιαδήποτε πρόσβαση σε πολύ φθηνότερες αγορές, όπως της Κίνας και άλλων αναπτυσσομένων οικονομιών, των οποίων τα καταναλωτικά αγαθά ήταν και είναι πιο προσιτά στα βαλάντια των φτωχότερων κρατών της περιφέρειας. 4) Δια μέσου της ευρω-κατανάλωσης, τεράστια ποσά χρημάτων μεταφέρθηκαν από τις καταναλωτικές αγορές του νότου στον βορρά και ειδικότερα στην Γερμανία, και, ταυτοχρόνως, οι χώρες του νότου άρχισαν να υπερχρεώνονται για να αντεπεξέλθουν στις καταναλωτικές τους ανάγκες. Ο δεύτερος καταλυτικός όρος είναι η ρητή απαγόρευση οιασδήποτε χρηματοπιστωτικής συνυπευθυνότητας ανάμεσα σε κράτη της Ευρωζώνης, όρος, ο οποίος επίσης ζει και βασιλεύει στην συνταγματική ταυτότητα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η οποία απαγορεύεται να βοηθάει με χρήμα κράτη που έχουν ανάγκη. Όπως συνεχώς αρέσκονται να υπενθυμίζουν οι Γερμανοί σε όλους τους άλλους, η Ευρωζώνη δεν είναι και δεν πρέπει να γίνει μια Ένωση Μεταφοράς Χρήματος (Transferunion). Η βασική και κρίσιμη σημασία αυτού του δεύτερου όρου εμφανίστηκε στο προσκήνιο μόνο αφού ξέσπασε η ευρωπαϊκή κρίση, και φυσικά κέρδισε κεντρικό ρόλο σε ότι έχει συμβεί στο ευρώ τα τελευταία δύο χρόνια. Γιατί φρόντισε η Γερμανία να γεμίσει όλες τις συνθήκες της Ευρωζώνης με αυτή την απαγόρευση χρηματοπιστωτικής συνυπευθυνότητας? Διότι, φυσικά, είχε σωστά προβλέψει τα οικονομικά και χρηματοπιστωτικά αποτελέσματα που θα επέφερε σε πολλά κράτη του ευρώ, ο πρώτος καταλυτικός όρος, το κοινό νόμισμα, που θα ισοπέδωνε το τιμάριθμο σε όλα τα κράτη στο ύψος του γερμανικού τιμαρίθμου. Και είχε σωστά προβλέψει, επίσης, το άλλο επακόλουθο της καταναλωτικής ισοπέδωσης, δηλαδή της ανάγκης διαφόρων κρατών να καταφύγουν στην υπερχρέωση, για να επιβιώσουν σε μία Ευρώπη ενωμένη, αλλά ακριβή! Έχουμε, παραδείγματος χάριν, την ομολογία ενός από του ηγέτες του Ευρώ, αν θυμάμαι καλά, του Γιούνκερ, ο οποίος, στα μισά του 2010, και αφού είχε πλήρως ξεσπάσει η κρίση της ελληνικής οικονομίας, παραδέχθηκε ότι η Ευρωπαϊκή ηγεσία ήξερε πριν πολλά χρόνια, ότι η Ελλάδα συνέχιζε να υπερχρεωνότανε σταθερά, πέραν των δυνατοτήτων της οικονομίας της, αλλά ότι η ευρωπαϊκή ηγεσία δεν επέτρεπε την συζήτηση του προβλήματος διότι τα οικονομικά κέρδη (για τον πυρήνα –βλέπε Γερμανία) ήταν σημαντικά. Η δραματική κρίση της Ευρωζώνης βρήκε την πλειοψηφία των κρατών-μελών να είναι υπερχρεωμένα, και η Γερμανία να μπορεί να κρύβεται πίσω από τον δεύτερο καταλυτικό όρο, την απαγόρευση οιασδήποτε χρηματοπιστωτικής συνυπευθυνότητας. Η Μεταφορά Χρήματος στην Ευρωζώνη είναι φυσικά ένα ιστορικό γεγονός, αλλά όχι όπως το συζητά η Γερμανία. Η σοβαρή μεταφορά τεραστίων χρηματικών ποσών πραγματοποιήθηκε μέσω του εμπορίου εντός της Ευρωζώνης, και τα χρήματα ήταν καταναλωτικά, και μεταφέρθηκαν από τις οικονομίες του νότου στις οικονομίες του βορρά, κατά πλείστον στην Γερμανία. Εάν κοιτάξει κανείς τα ισοζύγια πληρωμών των διαφόρων ιδρυτικών μελών του Ευρώ, συνολικά, για όλη την περίοδο του Ευρώ, 1999-2010, και συγκρίνει την εποχή του ευρώ με την προηγούμενη περίοδο, 1987-1998, για κάθε κράτος, θα μπορέσει να δει ποιο κράτος πήγε καλά μέσα στην Ευρωζώνη και ποιο όχι. Η Γερμανία, η μεγάλη κερδισμένη, δείχνει συνολικό πλεόνασμα μόνο 50 δις για όλη την περίοδο 1987-1998, πριν από το ευρώ, και ένα εικοσαπλάσιο πλεόνασμα, 1,120 δις, με την περίοδο του ευρώ, 1999-2010. Τέσσερα άλλα κράτη δείχνουν κέρδος από το ευρώ. Η Ολλανδία διπλασίασε το πλεόνασμά της από 141 δις στα 380 δις. Η Φιλανδία πήγε από ένα έλλειμμα 12 δις σε πλεόνασμα 99 δις. Η Αυστρία, επίσης, είχε έλλειμμα 21 δις πριν το ευρώ και πλεόνασμα 55 δις με το ευρώ. Και το Λουξεμβούργο αύξησε το πλεόνασμά του με το ευρώ στο εξαπλάσιο από 5 σε 33 δις. (Οι αριθμοί είναι σε δολάρια και προέρχονται από την αμερικανική ιστοσελίδα www.tradingeconomics.com). Όλα τα άλλα ιδρυτικά μέλη, και η Ελλάδα, πήγαν χειρότερα μέσα στην Ευρωζώνη, μερικά μάλιστα, πολύ χειρότερα. Η Γαλλία είχε συνολικό πλεόνασμα 60 δις στα 11 χρόνια πριν το ευρώ, και απέκτησε συνολικό έλλειμμα 15 δις μετά από 11 χρόνια ευρώ. Η Ιταλία είχε πλεόνασμα 20 δις πριν το ευρώ, και ένα τεράστιο έλλειμμα 330 δις με το ευρώ. Η Ισπανία δείχνει έλλειμμα 92 δις πριν το ευρώ, και ένα πολλαπλασιασμό του συνολικού ελλείμματος της στα 720 δις μετά από 11 χρόνια ευρώ. Της Πορτογαλίας το έλλειμμα ήταν 14 δις πριν το ευρώ και πολλαπλασιάστηκε στα 190 δις με το ευρώ. Η Ιρλανδία δείχνει πλεόνασμα 10 δις πριν το ευρώ και ένα πενταπλάσιο έλλειμμα 52 δις με το ευρώ. Στο Βέλγιο το σοβαρό πλεόνασμα των 120 δις που είχε πριν από το ευρώ, χειροτερεύει στα 93 δις με το ευρώ, και της Ελλάδας το έλλειμμα των 27 δις στα έντεκα χρόνια πριν το ευρώ, μετετράπη σε ένα έλλειμμα 370 δις στα δέκα χρόνια με το ευρώ. Κατά διαβολική σύμπτωση, όταν αθροίσει κανείς την συνολική αύξηση του κέρδους που είχαν οι οικονομίες την περίοδο του ευρώ, και την συνολική χειροτέρευση των ισολογισμών των κρατών των οποίων οι οικονομίες πήγανε χειρότερα μέσα στην Ευρωζώνη, τα συνολικά ποσά των δύο ομίλων είναι πολύ κοντά, παρόλο που η μεταφορά χρήματος δεν ήταν κατευθείαν. Ο όμιλος της Γερμανίας, Ολλανδίας, Αυστρίας, Φινλανδίας και Λουξεμβούργου δείχνει ένα συνολικό κέρδος των ισολογισμών των στο ύψος των 1,624 δις στην περίοδο του ευρώ. Από την άλλη μεριά, ο όμιλος των ¨χαμένων¨, Γαλλίας, Ιταλίας, Ισπανίας, Πορτογαλίας, Ιρλανδίας, Βελγίου και Ελλάδας, δείχνει ένα συνολικό χειροτέρεμα στα οικονομικά τους κατά 1,661 δις, στην περίοδο του ευρώ, εν σχέση με την προηγούμενη ενδεκαετή περίοδο πριν το ευρώ. Βλέπουμε λοιπόν, ότι η μεγάλη μεταφορά χρήματος δεν ήταν χρηματοπιστωτική αλλά καταναλωτική, και ότι η Γερμανία, δεν ήταν η μεγάλη επιβαρυμένη της κατάστασης, αλλά η μέγιστα κερδισμένη. Ειδικά εξετάζοντας το μεγάλο κέρδος της Γερμανίας από το ευρώ, βλέπουμε ότι το συνολικό πλεόνασμα πληρωμών που είχε η χώρα κατά την διάρκεια της εικοσαετίας πριν το ευρώ, 1980-1998, ήταν μόλις 96 δις ευρώ, κάτω από το 10% του συνολικού πλεονάσματος που αποκόμισε από την ενδεκαετή εφαρμογή του κοινού νομίσματος. Η συνήθης αναφορά στα μεγάλα κέρδη που είχε η Γερμανία από το ευρώ, εστιάζεται στο να αποδίδει όλο το λάθος στα υπερχρεωμένα κράτη της περιφέρειας, διότι κατέφυγαν «ασυλλόγιστα» στα φτηνά δάνεια που η διεθνής αγορά προσέφερε σε όλα τα κράτη της Ευρωζώνης, και στην αδικία του να επιβαρύνεται η να μοιράζεται ο γερμανός φορολογούμενος τα χρηματοπιστωτικά βάρη των φορολογουμένων των κρατών της περιφέρειας. Αυτή η συζήτηση παραμελεί η αποφεύγει να εξετάσει και να υπολογίσει τα εξής κρίσιμα θέματα στην κρίση της Ευρωζώνης. 1). Στον καπιταλιστικό σύστημα η παραγωγή στηρίζεται στην κατανάλωση και εξαρτάται από αυτήν, τόσο όσο και η κατανάλωση εξαρτάται από την παραγωγή. Παρόλη αυτή την άμεσα αμοιβαία αλληλεξάρτηση μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης, παρατηρούμε ότι στα ζητήματα καπιταλιστικής ηθικής, ο παραγωγός χαίρει υψηλής κοινωνικής εκτίμησης, ενώ ο καταναλωτής, επιβαρύνεται με σχετική ηθική καχυποψία, παρόλο που όλοι οι άνθρωποι αναγκαστικά είναι καταναλωτές, και μόνο ένα μικρό μέρος της ανθρωπότητας είναι παραγωγοί. Δηλαδή, κατά κάποιον τρόπο, όλοι εμείς που καταναλώνουμε, η παμψηφία της υφηλίου, είμαστε όλοι ένοχοι μόνο και μόνο γιατί καταναλώνουμε για την επιβίωσή μας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η Γερμανία χαίρει μεγάλης υπόληψης λόγω της παραγωγικότητας της, ενώ οι χώρες της περιφέρειας επικρίνονται και καταδικάζονται διότι καταναλώνουν τα αγαθά που παράγει η Γερμανία, και τα οποία αγαθά, η Γερμανία δεν θα μπορούσε να παράγει σε τέτοιες ποσότητες, και να αποκομίζει τόσα τεράστια κέρδη, εάν δεν υπήρχαν οι χαζοί κάτοικοι του νότου να τα καταναλώνουν. Όπως έχω αναφερθεί σε άλλο άρθρο το περασμένο χρόνο, αυτή η άνιση μεταχείριση κατανάλωσης και παραγωγής από την ηθική, είναι βαθιά επηρεασμένη από την Λουθηριανή φιλοσοφία του «γερμανογενούς» Προτεσταντισμού, που εκθειάζει την παραγωγικότητα και καυτηριάζει την κατανάλωση, ειδικά την απολαυστική κατανάλωση που μπορεί να χαρεί κανείς, όταν οδηγεί, παραδείγματος χάριν, μία BMW η μία Μερσεντές! 2). Ένα άλλο επιχείρημα που προσφέρεται συνεχώς είναι ότι τα κράτη της περιφέρειας φταίνε γιατί χάσανε τον αγώνα της εξαγωγικής ανταγωνιστικότητας με την Γερμανία, και δεν φρόντισαν να αλλάξουν τις οικονομίες τους εγκαίρως. Αυτό το επιχείρημα παίρνει πολλή δύναμη από το γεγονός ότι η Ελλάδα, κυρίως, αλλά και άλλες χώρες του Νότου, έχουν πράγματι πολλούς θεσμούς και πρακτικές που δυσκολεύουν και εμποδίζουν την εμπορική ανταγωνιστικότητα. Ειδικά, η άθλια κατάσταση του ελληνικού κράτους, το οποίο πρωτοστάτησε στην ευρωπαϊκή κρίση, και κατά κάποιον τρόπο μονοπώλησε τα διεθνή ΜΜΕ, με τα πολιτικά και κοινωνικά μας παράξενα, κατά παρόμοιο τρόπο που η Πάρις Χίλτον και άλλοι παράξενοι αστέρες της διεθνούς δημοσιότητας μονοπωλούν τα ΜΜΕ, έδωσε άδεια και χώρο στην Γερμανία να φανεί με τον καλύτερο εαυτό της. Η αντιπαράθεση του γερμανικού παραγωγικού κολοσσού με την χώρα των καταναλωτικών και υπερχρεωμένων κηφήνων είχε μία κάποια λογική και δημοσιογραφική πληρότητα, που δεν άφηνε χώρο για μία βαθύτερη εξέταση της ιστορίας του ευρώ, μίας ιστορίας που θα μπορούσε να εξηγηθεί, ίσως υπερβάλλοντας προς την αντίθετη μεριά, σαν ένα ανήθικα στημένο ποδοσφαιρικό αγώνα μεταξύ της Ρεάλ Μαδρίτης, από την μια μεριά, και μίας ομάδας δεύτερης κατηγορίας από τις ΗΠΑ, π.χ. Ο αγώνας ήταν στημένος, από την αρχή, διότι οι χώρες που έχασαν στην δεκαετία του ευρώ, δεν είχαν την πολυτέλεια χρόνου μίας η δύο δεκαετιών που θα χρειαζόντουσαν να αναπροσαρμοστούν στην τεράστια ανταγωνιστικότητα των κρατών του βορρά, ακόμα και εάν θέλανε. Και αυτό, πιστεύω, το καταλάβαινε η Γερμανική πολιτική και οικονομική ηγεσία, για αυτό και επέμειναν τόσο πολύ, και επέβαλαν τους κανονισμούς εναντίον κάθε χρηματοπιστωτικής συνυπευθυνότητας. 3). Παρομοίως με τον αλληλένδετο συνδυασμό παραγωγού και καταναλωτή στο καπιταλιστικό σύμπαν, δεσπόζει και ο άλλος αλληλένδετος συνδυασμός μεταξύ πιστωτή και χρεώστη. Ο πιστωτής δεν μπορεί καν να υπάρξει, πόσο μάλλον να λειτουργήσει και να υλοποιήσει μία κερδοφόρα συναλλαγή, χωρίς τον χρεώστη. Και από την άλλη μεριά, και ο χρεώστης δεν μπορεί να επιβιώσει η να λειτουργήσει χωρίς τον πιστωτή. Όπως έχω, επίσης, επισημάνει σε άρθρο μου πέρσι, ο πιστωτής χαίρει μίας κυρίαρχης θέσης στην καπιταλιστική ειδωλολατρία, την σημερινή εποχή, ενώ ο χρεώστης βρίσκεται πολύ χαμηλά στην καπιταλιστική ιεραρχία, ακόμα και εάν ο χρεώστης είναι ένα κράτος. Η γλώσσα που χρησιμοποιούμε είναι πλέον του γραφικού, όταν οι αξιότιμοι οίκοι χρηματοπιστωτικής αξιολόγησης, χαρακτηρίζουν την χρηματοπιστωτική αξιοπιστία μίας χώρας, σαν την Ουγγαρία, στο επίπεδο των «σκουπιδιών»! Ποιος θα το περίμενε ποτέ από το ήμισυ της πρώην Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, ότι θα χαρακτηριζότανε η χώρα σκουπίδια, ούτε εκατό χρόνια από την διάλυσή της. Αλλά αυτός είναι ο καπιταλιστικός κόσμος μέσα στον οποίον ζούμε. Ξεχνάμε, φυσικά, ότι στην αρχή της Χριστιανικής Ευρώπης, στον Μεσαίωνα, η χρηματοπιστωτική συναλλαγή θεωρείτο εργαλείο του Σατανά, και η τοκογλυφία, δηλαδή ο δανεισμός χρήματος με οποιοδήποτε επιτόκιο ήταν μεγάλη αμαρτία, και για αυτό μόνο οι Εβραίοι της Ευρώπης επιχειρούσαν τέτοιες συναλλαγές. Τώρα, ακόμα και το Βατικανό, λειτουργεί μεγάλους τραπεζικούς ομίλους, διεθνώς! 4) Η Ευρωπαϊκή ιδέα και ολοκλήρωση στηρίχτηκε στις παράλληλες αξίες της ανταγωνιστικότητας και της αλληλεγγύης, μέσα σε εάν πλαίσιο ενότητας. Ο πρώτος γύρος των τελευταίων έντεκα ετών έκανε πασιφανές ότι η ανταγωνιστικότητα ήταν πολύ άνιση, για διάφορους λόγους, και ότι μερικές χώρες, και ιδιαίτερα η Γερμανία, βγήκαν τρομερά κερδισμένες, και οι πιο πολλές χώρες βγήκαν χαμένες, μερικές πολύ χαμένες. Που βρίσκεται και πως υλοποιείται αυτήν την στιγμή, η αξία της αλληλεγγύης, όταν η Ευρωζώνη είναι εκ των πραγμάτων χωρισμένη σε δύο στρατόπεδα, τους πλούσιους του βορρά, και τους υπερχρεωμένους του νότου? Αυτό το ερώτημα θα προσπαθήσω να το εξετάσω στο επόμενό μου άρθρο με τον τίτλο: Η Μεγάλη Ληστεία της Ευρωζώνης – Μέρος Δεύτερο – Η Κρίση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου