Γιώργος ∆ουράκης
Το δεινό αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει η χώρα αποδεικνύει σαφέστατα αυτό που µας διδάσκει επίµονα η ιστορική εµπειρία: η αντιµετώπιση της οικονοµικής ύφεσης µε περιοριστική δηµοσιονοµική πολιτική αποτελεί ανεπίτρεπτο λάθος. Η βίαιη δηµοσιονοµική προσαρµογή σε µια χώρα που εισέρχεται στην κρίση µε υψηλό δηµόσιο χρέος την οδηγεί αναπόφευκτα σε έναν φαύλο κύκλο ύφεσης, ανεργίας και χρέους. Είναι χαρακτηριστικό ότι παρά τις αιµατηρές θυσίες το ΑΕΠ µειώθηκε συνολικά κατά 10%, η ανεργία εκτοξεύθηκε στο 16% και το δηµόσιο χρέοςστο 150% του ΑΕΠ. Αλλά οι εµπνευστές της τραγικής αυτήςπολιτικής δεν φαίνεται να πτοούνται. Αντί να αλλάξουν ρότα, εµµένουνστην ίδια αδιέξοδη πολιτική. Ακόµη µεγαλύτερη µείωση δαπανών, ακόµη µεγαλύτερη αύξηση φόρων. Και όποιος αντέξει.
Οι φωστήρες της τρόικας διατείνονται ότι µόνον έτσι µπορεί να µειωθεί το έλλειµµα και παράλληλα να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών εξαγωγών, από τις οποίες αναµένεται να ξεκινήσει η πολυπόθητη ανάκαµψη. Πρόκειταιγια την επισήµως διακηρυγµένη στρατηγική της «εσωτερικής υποτίµησης», που επιχειρεί να ανακτήσει τη χαµένη ανταγωνιστικότητα µε µείωση µισθών και τιµών (δηλαδή µέσω ύφεσης), µια και η χώρα δενδιαθέτει εθνικό νόµισµα για να το υποτιµήσει. Υπάρχει όµως µια ανυπέρβλητη αντίφαση. Ακόµη και αν «πετύχει» η εν λόγω στρατηγική, αντιβαίνει ευθέως στη στρατηγική µείωσης του χρέους. Εχοντας συνάψει ένα δεδοµένο ονοµαστικό χρέος στο παρελθόν, το κράτος διαπιστώνει ότι οι προκαθορισµένες δόσεις αποπληρωµής του γίνονται ολοένα και πιο δυσβάστακτες, επειδή µειώνονται τα φορολογικά έσοδα. Είναι ο ίδιος γολγοθάς που βιώνει ο κάτοχος ενός στεγαστικού δανείου που µειώνεται το εισόδηµά του. Σε συνθήκες ύφεσης, το πραγµατικό κόστος εξυπηρέτησης του χρέους διογκώνεται.
Στο ζοφερό αυτό δηµοσιονοµικό τοπίο ήρθαν να προστεθούν η πρόσφατη αύξηση επιτοκίου τηςΕΚΤ και η απειλή ότι θα πάψει να αγοράζει ή να δέχεται ως εγγύηση ελληνικά κρατικά οµόλογα. Το ενδεχόµενο αυτό ισοδυναµεί µε καταδίκη της χώρας σε ισόβια ύφεση και αργό θάνατο. Αυξάνει κατακόρυφα το κόστος παραµονής µας στην ευρωζώνη και το καθιστά άµεσα συγκρίσιµο µε το κόστος αποχώρησης. Τις τροµακτικές επιπτώσεις που φοβόµασταν ότιθα υποστούµεαν εγκαταλείψουµε το ευρώ, πιθανόν να τις υποστούµε και παραµένοντας στο ευρώ. Πράγµατι, η πολιτική της ατέρµονης λιτότητας, κατά τα πρότυπα των χωρών της Βαλτικής, διαµορφώνει ήδη και στην Ελλάδα συνθήκες Μεγάλης Υφεσης. ∆ιότι τι άλλο µπορεί να σηµαίνει η δραστική µείωση των εισοδηµάτων τη στιγµή που το ΑΕΠ βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση ή η έναρξη απολύσεων και στον δηµόσιο τοµέα όταν η ανεργία είναι ήδη στο 16%; Πέραν τούτου, τυχόν εφαρµογή ακόµη πιο σφικτής νοµισµατικής πολιτικής χωρίς γενναία δηµοσιονοµικά ανταλλάγµατα (ευρωοµόλογο, διαγραφήµέρους του χρέους, κατάργηση εθνικής συµµετοχής στην απορρόφηση ευρωπαϊκών κονδυλίων, επεκτατική δηµοσιονοµική πολιτική στις πλεονασµατικές χώρες, επενδύσεις σε ανανεώσιµες πηγές ενέργειας και άλλα έργα υποδοµής µε χρηµατοδότηση της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων) θα σηµαίνει ότι το Βερολίνο _ εµµέσως, πλην σαφώς _ µας δείχνει την έξοδο. Επειδή η συµµετοχή µας στο κλαµπ του ευρώ δεν εξαρτάται µόνο από εµάς, πρέπει να είµαστε έτοιµοι για κάθε ενδεχόµενο.
Ούτως ή άλλως, η Ευρώπη εµφανίζεται πιο διαιρεµένη από ποτέ και το µέλλον της διαγράφεται δυσοίωνο. Η δε ευρωζώνη µοιάζει µε θεσµική Βαβέλ. Η ΕΚΤ, αντί να συνεργάζεται µε τιςκυβερνήσεις, συγκρούεται µαζί τους και τις απειλεί, λειτουργώντας ως αιχµή του δόρατος των αγορών και πληρεξούσιος της χρηµατοοικονοµικής ολιγαρχίας. Αλλά το χειρότερο απ’ όλα είναι το υφιστάµενο µείγµα µακροοικονοµικής πολιτικής. Μοιάζει µε την αλήστου µνήµης πολιτική που προκάλεσε τη Μεγάλη Υφεση της αµερικανικής οικονοµίας την περίοδο 1929-1933. Κακώς χαρακτηρίζεται νεοφιλελεύθερη. Είναι κάτι πολύ χειρότερο: ένα εκρηκτικό µείγµα οικονοµικής άγνοιας και ηθικών προκαταλήψεων, το οποίο παραπέµπει στην προ διαφωτισµούεποχή και πολύ εύστοχα ο Κρούγκµαν αποκάλεσε «µακροοικονοµικό Μεσαίωνα». Πνευµατικόςπατέρας της, ο ανεκδιήγητος αµερικανός τραπεζίτης Αντριου Μέλον, υπουργός Οικονοµικών της κυβέρνησης Χούβερ.
Από επίδοξος εξολοθρευτής των ελλειµµάτων και τωνχρεών για την ανάκτησητης εµπιστοσύνης των αγορών µετατράπηκε σε εξολοθρευτή τηςαµερικανικής κοινωνίας, αφήνοντας την αγορά ελεύθερη να ρευστοποιήσειτα πάντα(ανθρώπους, γη, πάγιες εγκαταστάσεις, κεφαλαιουχικό εξοπλισµό).
Οι παρωχηµένες ηθικολογικές αντιλήψεις του Μέλον και η πολιτική του πόνου και της καµένης γης δεν ταιριάζουν στην Ευρώπη. Οι πόλεµοι της αέναης λιτότητας είναι εντελώς περιττοί. ∆εν δικαιολογούνται µε βάση την οικονοµική λογική, αφού αυξάνουν την ύφεση, την ανεργία και το χρέος. Αυτό που χρειάζεται επειγόντως η ευρωζώνη είναι µια επεκτατική νοµισµατική και δηµοσιονοµική πολιτική. Ενα µακρόπνοο «Σχέδιο Β», ένα Σύµφωνο Πλήρους Απασχόλησης και Ανάπτυξης που θα δίνει ελπίδα και προοπτική. Σε ένα µακροοικονοµικό περιβάλλον όπου απόλυτη και δεδηλωµένη προτεραιότητα θα είναιη πλήρης απασχόληση, τα χρέη ευκόλως καθίστανται βιώσιµα, µε ή χωρίς αναδιάρθρωση. Αυτό τουλάχιστον δείχνει η ιστορική εµπειρία. Το τεράστιο χρέος δεν εµπόδισε καθόλου τη Γερµανία, τον µεγαλύτερο µπαταχτσή του 20ού αιώνα, να µεταβληθεί στο γνωστό αναπτυξιακό θαύµα της µεταπολεµικής Ευρώπης. Με την κοινωνία σε απόγνωση και τους πολίτες στις πλατείες, η «Νέα Συµφωνία» είναι θέµα χρόνου. ∆ενείναι απλώς εφικτή, αλλά αναπόφευκτη.
Ας ελπίσουµε ότι θα είναι και δηµοκρατική...
Ο κ. Γιώργος ∆ουράκης είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Οικονοµίας στο Τµήµα Πολιτικών Επιστηµών του ΑΠΘ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου