Στην πρώτη ερώτηση, υποδοχή, σ’ εκείνους τους νέους μαυριδερούς συμμαθητές μου που είχαν φτάσει άξαφνα στο μέσον της χρονιάς, με κοντοκουρεμένα κεφαλάκια, και με την παράκληση, διαταγή της δασκάλας μας: «Να τους αγαπάτε και να τους προσέχετε γιατί έρχονται απ’ τη Κωνσταντινούπολη», στην πρώτη λοιπόν εκείνη αφελή ερώτηση στους δυο συμμαθητές μου με τα παχιά Λ, και την ιδιότυπη χρήση των αντωνυμιών (με είπε, τον είπα, δεν με λες κ.λ.π.), τους συμμαθητές μου, που τον πρώτο καιρό έμοιαζαν τόσο μπερδεμένοι και χαμένοι.
Οι «Τούρκοι», όπως συνήθιζαν να τους φωνάζουν, αστειευόμενοι οι ζωηρότεροι της τάξης μου, «οι Τούρκοι» που όμως μίλαγαν ελληνικά, έκαναν τον σταυρό τους και τις μανάδες τους έλεγαν «Γραμματική», και «Αθηνά».
Είναι όμορφη η Κωνσταντινούπολη;
Στο άκουσμα της λέξης «Κωνσταντινούπολη», λοιπόν, αντανακλαστικά άρχισαν να υγραίνονται οι μύτες, να κοκκινίζουν και να τρέχουν τα μάτια.
Εκείνη η αντίδραση, που εμπλουτίστηκε από ανάλογες, όλων των ενήλικων γειτόνων μου, στην προσφυγική γειτονιά που μεγάλωσα, και οι διηγήσεις τους ανάμεσα σε αναφιλητά, ποτισμένα μαντήλια, και βουβά, πελιδνά πρόσωπα, με έκαναν να αρνούμαι να ταξιδέψω σαν τουρίστας στην «Πόλη», και μάλιστα επιπροσθέτως με το κατηγορηματικό και τελεσίδικο «Εγώ ποτέ»…
Το ίδιο μου συνέβη πολλά χρόνια αργότερα, όταν βρέθηκα στην πράσινη γραμμή στη Λευκωσία, λίγα μέτρα πριν το φυλάκιο που επέτρεπε την είσοδο στα κατεχόμενα με το διαβατήριο στο χέρι, με την ελκυστικότατη προοπτική να δεις από κοντά τον περίκλειστο καταπατημένο τόπο, έστω και σαν τουρίστας, μα τη συνείδηση πώς έτσι τους νομιμοποιώ, το ίδιο είπα και τότε, «εγώ ποτέ» , και δεν επισκέφθηκα εκείνα τα χώματα, όταν στο μυαλό μου ήρθε η εισβολή και τα επακόλουθά της κι εκείνο το σηματάκι με τη ματωμένη Κύπρο και το γνωστό «δεν ξεχνώ». Και έτσι πρόσθεσα… «εγώ ποτέ… δεν ξεχνώ».
Μόνο που η ζωή σου διδάσκει, ποτέ μην λες ποτέ, και ένα ταχύρρυθμο μάθημα. Ήταν η απόφασή μου να συμμετάσχω σε μια ταινία για την Πόλη, που όμως περιλάμβανε και γυρίσματα εκεί, στην Βασιλεύουσα «την Πολίτικη Κουζίνα». Υποδυόμουν έναν Κωνσταντινουπολίτη καπετάνιο που γύριζε στη πατρίδα, με το καράβι του…
Χειμωνιάτικα, με βροχές στην Ελλάδα και χιονιά στη Πόλη, ταξίδεψα αεροπορικώς για τα ολιγοήμερα γυρίσματα στο Βόσπορο. Καθόμουν στο παράθυρο του αεροπλάνου και με αγωνία περίμενα να εμφανιστεί η εικόνα αυτής της μυθικής για την παιδική μου ηλικία και όχι μόνον Πόλης, απ’ την οποία κι εγώ είχα μακρινή καταγωγή. Μάταια, όλα τα σκέπαζε ένα λευκό πέπλο, ώσπου βρέθηκα στο έδαφος, από κει σ’ ένα αυτοκίνητο που έτρεχε μέσα στη χιονοθύελλα για να προλάβει το πλοιάριο που θα με μετέφερε στα νερά του Βόσπορου για το γύρισμα.
Ξέχασα την αγωνία μου, από την πυρετώδη ετοιμασία του πλάνου σε δύσκολες καιρικές συνθήκες, ένα κοντινό του καπετάνιου, εμένα δηλαδή που από τη γέφυρα αντικρίζει την πατρίδα του μετά από χρόνια…
Μέχρι εκείνο το «Μοτέρ πάμε…» δεν είχα βγει έξω να δω το θέαμα, μα με το σύνθημα, το πλοίο, γύρισε προς την κατεύθυνση της Πόλης και αργά, εν μέσω χιονοθύελλας, βγήκα έξω, ακούμπησα την κουπαστή κι αντίκρισα… την Αγιά Σοφιά να ξεπροβάλλει μέσα απ’ το λευκό, και δεξιά κι αριστερά της να κρέμεται εκείνη η πόλη που κάποτε ήταν και οι δικές μου ρίζες, οι δικοί μου παππούδες κι ένιωσα κι εγώ εκείνο το κάψιμο στο στομάχι, και στα μάτια, που είχαν νιώσει και οι συμμαθητές μου.
Αμέσως ένιωσα γιατί ο πατέρας του φίλου μου απ’ την Πόλη, δεν μίλαγε ποτέ για την πατρίδα του, όσες φορές κι αν τον είχα ρωτήσει, τότε κατάλαβα εκείνο τον αμανέ που τραγούδαγε η κυρά Ντομινίκη μέχρι τα βαθιά της γεράματα με τη βραχνή της φωνή, τότε κατάλαβα, τον κυρ Μπανάνη, που μου λέγε για τους κήπους, τα τριαντάφυλλα της αυλής του, «εκεί στο Πέραν που στον κόσμο άλλα δεν έχει», τότε και ‘γω γύρισα και κοίταξα τον Τούρκο κάμεραμαν και αμέσως μετά το σύνθημα πως το πλάνο τελείωσε, του είπα «αυτή η πόλη είναι η δική μου πόλη».
Άσπρισε, γιατί κατάλαβε αμέσως που το πήγαινα, και με σταθερότητα, μου απάντησε κόβοντας με το Ασιατικό του βλέμμα. «Αυτή η πόλη είναι η δική μου πόλη».
Μείναμε να αναμετράμε ο ένας τον άλλο μέχρι να ακούσουμε το σύνθημα για την επανάληψη του πλάνου, και οι δυο μας ήμασταν ανυποχώρητοι, μέχρι που μου πρότεινε το χέρι, χαμογέλασε, με το χαμόγελο του παίχτη που παίζει εντός έδρας, και πρόσθεσε… «Αυτή, η πόλη, είναι και των δυο μας. Η κοινή μας πόλη καρντάς, ταμάμ»
Γύρισα και κοίταξα ξανά εκείνη την πόλη που είχα ερωτευτεί με την πρώτη ματιά κι έμεινα εκεί σιωπηλός…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου